Οι γηραιότεροι κάτοικοι της Θεσσαλίας θυμούνται ακόμη το καραβάνι που πέρναγε μια φορά το χρόνο από κάθε χωριό και πόλη της επαρχίας: ένα μπουλούκι από μαλλιαρά σκούρα άλογα που έσερναν θεόρατα κάρα φορτωμένα ξέχειλα. Σουρούπωνε όταν πλησίαζαν τον εκάστοτε οικισμό, πάντα από τη μεριά της ανατολής έτσι ώστε να αστράφτουν οι γυάλινες νταμιτζάνες και τα μπρούτζινα κανάτια που κρέμονταν ολόγυρα από κάθε άμαξα. Σταμάταγαν στην κεντρική πλατεία κάθε πόλης, στο μεγαλύτερο άνοιγμα κάθε χωριού, και άναβαν χαλκοφάναρα που έκαιγαν με πράσινες φλόγες. Και σαν ερχόταν το πρωί, η απλωσιά ήταν γεμάτη με παρδαλές μυτερές σκηνές με θαυμαστή πραμάτεια: μετάξια και όπλα αστραφτερά και πρόβατα με τόσο μαλλί που δεν τα έκρουαν τα σαγόνια του λύκου.



Ανάμεσα σε όλα αυτά ήταν και μια σκηνή θολωτή, κατάμαυρη, ιδιοκτησία από κάτι κοκκινοτρίχηδες από τα μέρη των Φαρσάλων. Αυτούς τους λέγαν φαρμακούς κι είχαν δικό τους τραπέζι ξέχωρο από τους άλλους του καραβανιού, μια μακριά τάβλα που την έστηναν παράμερα· προτίμαγαν να τρώνε τα ανείπωτα γεύματά τους κάτω από συκιές, μα αν δεν έβρισκαν τέτοιο δέντρο χώνονταν στον ίσκιο της βορεινής πλευράς της εκκλησίας. Δεν έβαζαν πουκάμισο απάνω τους, μήτε κάπα ή φανέλα, ακόμη και στο καταχείμωνο. Κανείς δεν τους απεύθυνε κατάματα το λόγο, μήτε οι συνοδοιπόροι τους· και όλος ο κόσμος ήξερε πως αν τους έσφιγγες το χέρι έπρεπε να προσέξεις να μην πατήσουν τη σκιά σου.

Όλη η Θεσσαλία έτρεμε τα Φάρσαλα, γιατί οι φαρμακοί ήταν μάστορες των δακρύων και του πένθους. Διαφέντευαν κάθε λογής δηλητήριο κι είχανε όλες τις αρρώστιες κλεισμένες μέσα σε ένα τρανό κεφάλι που ήταν στο κέντρο από τη σκηνή τους. Λέγανε πως άνηκε στην Εριχθώ το κρανίο αυτό, και ήτανε τόσο θανατοφαγωμένο που μόνο πέτσα, δόντια και μαλλιά είχανε μείνει πάνω του. Όταν ήθελαν να στείλουνε ασθένεια οι φαρμακοί έλουζαν το κεφάλι με φίλτρα στραγγισμένα στο μαντήλι του υποψήφιου θύματος· δεν πέρναγαν τρεις μέρες και ο καταδικασμένος έπεφτε στο κρεβάτι άρρωστος.