11 Ιανουαρίου 1991. Ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα. Πάνω από το κέντρο της Αθήνας πλανιέται μια ομίχλη δακρυγόνων και καπνών. Από τα μεγάφωνα ξεχύνεται ένας ηλεκτρικός ποταμός ροκ στη διαπασών. Ατμόσφαιρα πολέμου και η αδρεναλίνη στο κόκκινο. Πατησίων και Σολομού βρίσκεται η πρώτη γραμμή του μετώπου. Από τα γκαράζ της υπηρεσίας διαβατηρίων οι διαδηλωτές βγάζουν δύο αυτοκίνητα : μία Μερσεντές και ένα Όπελ. Ξεσπούν πάνω τους. Τα κάνουν κυριολεκτικά βίδες. Μια μολότωφ σχίζει την αποπνικτική ομίχλη και έρχεται να πέσει πάνω στο άσπρο Όπελ. Οι φλόγες το τυλίγουν αμέσως. Και τότε κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει. Τα σύστημα συναγερμού – ήδη κατεστραμμένο – μπαίνει σε λειτουργία, λες και κάποιο φάντασμα φωνάζει βοήθεια. Αδιανόητο αυτό το πένθιμο ουρλιαχτό. Όλοι πιστεύουν ότι είναι από κάποιο περαστικό ασθενοφόρο. Αλλά όχι. Είναι το Όπελ που αγκομαχεί. Λίγο μετά η σειρήνα σταματάει. Αλλά εκεί που λες ότι τα πάντα έχουν λιώσει στο εσωτερικό, η κόρνα αφήνει ένα διαπεραστικό οξύφωνο ουρλιαχτό. Ουρλιάζει ξανά και ξανά, σταματάει για να αρχίσει και πάλι. Σε μια ύστατη προσπάθεια η «ψυχή της μηχανής» ενεργοποιεί (από πού;) τα φλας, ενώ ταυτόχρονα ανάβουν και οι προβολείς. Το λευκό τους φως σχίζει τις πορτοκαλιές φλόγες που το περιζώνουν. Το αμάξι συσπάται, ενώ τα σφυρίγματα από τα χρώματα που καίγονται θυμίζουν ερπετό που ξεψυχάει. Ύστερα όλα σταματούν. Η κόρνα αφήνει το τελευταίο θρηνητικό της σκούξιμο. Οι προβολείς σβήνουν. Σαν μια τεράστια μηχανική χελώνα, το αμάξι παραδίδει το «πνεύμα» του. Από τη χυμένη βενζίνη η φωτιά μεταδίδεται και στη Μερσεντές. Όλοι περιμένουν αν θα επαναληφτεί το ίδιο φαινόμενο. Αλλά όχι. Μόνο το Όπελ ήταν στοιχειωμένο…