Σε μία θεία Λειτουργία δεν λειτουργούσε ο Γέροντας, αλλά ο π. Αλέξιος. Εγώ ήθελα να ψάλλω με τους μοναχούς, αλλά δεν μπορούσα, κάτι σαν να με έπνιγε στον λαιμό. Ο γέροντας Ιάκωβος ήταν γονατιστός μπροστά στην εικόνα του προφήτου Προδρόμου που είναι στο Τέμπλο, με πολλή κατάνυξη και μόνο όταν ήταν οι ιερώτερες στιγμές σηκωνόταν ευλαβικά.

 

Όταν τελείωσε η Λειτουργία, πήγα στο Ιερό να με εξομολογήση ο Γέροντας. Αφού φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε “ευλογητός” και τα σχετικά, καθήσαμε γονατιστοί και οι δύο και πριν αρχίσω την εξομολόγηση, ο Γέροντας μου λέει:

– Παιδί μου, Παύλο, ήθελες και συ σήμερα να ψάλλης, αλλά δεν μπορούσες.

– Ναι, Γέροντα, του απαντώ, μήπως ήθελα να ψάλλω υπερήφανα και δεν μπορούσα;

– Όχι, παιδί μου, μου απαντά εκείνος. Να γνωρίζης ότι κατά την ώρα της ακολουθίας ένα πονηρό πνεύμα σε κρατούσε απ’ το λαιμό, εγώ από εκεί που ήμουνα το έβλεπα! Δεν σε χωνεύει που έρχεσαι τακτικά στο Μοναστήρι. Και τώρα που μιλάμε καίει το πρόσωπό σου, έτσι δεν είναι;

– Ναι, Γέροντα, του απαντώ, ζεματάει.

– Για δώσ’ μου τον Σταυρό ευλογίας σε παρακαλώ, μου λέει, απ’ την Αγία Τράπεζα, γιατί δεν μπορώ να σηκωθώ, να σε σταυρώσω, να μου πης πώς θα αισθάνεσαι.

Όταν με σταύρωσε, με ξαναρωτάει:

– Πώς είσαι τώρα που σε σταύρωσα, παιδί μου Παύλο; Πώς αισθάνεσαι;

Και εγώ του απαντώ:

– Σαν μικρό παιδί τριών χρόνων αισθάνομαι Γέροντα, ποτέ στην ζωή μου δεν ένοιωσα έτσι!

Εκείνος μου απαντά:

– Ήταν ο πονηρός· τώρα που έφυγε, είδες τι καλά που είσαι; Είδες τι δύναμη που έχει ο Σταυρός;

– Ναι, Γέροντα, του λέω, και αφού εξομολογήθηκα, πετούσα από χαρά.

 

Μαρτυρία π. Παύλου Τσουκνίδα

 

Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 136. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.