Για το κτίσιμο και την Αγιογράφηση του Ναού του Ταξιάρχη η παράδοση που διασώζεται ακόμη αναφέρει ότι κάποιος Μυρεσιώτης ονόματι Γιάννης Αναγνωστόπουλος ζούσε το 1550 στη Βενετία, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη.  

Μια νύχτα στον ύπνο του, παρουσιάζεται κάποιος άγνωστος και του λέει: “γύρνα στην Πατρίδα σου, εκεί θα γίνεις πλούσιος. Άκουσέ με και θα με θυμηθείς”.  

Όταν ξύπνησε και θυμήθηκε το όνειρο δεν το πέρασε για σπουδαίο ή σημαδιακό.  

Πέρασαν έτσι κάμποσες μέρες και μια βραδιά βλέπει και πάλι το ίδιο άτομο στον ύπνο του, έτσι όταν ξύπνησε και θυμήθηκε πως είδε τον ίδιο άνθρωπο κι αυτή τη φορά, κατάλαβε πως δεν ήταν αστείο.  


Τότε αποφάσισε να αφήσει τα ξένα και να γυρίσει στην Πατρίδα του.  
Ήταν φτωχός, πάμφτωχος, μεροκαματιάρης.  
Μια μέρα τον πήρε κάποιος χωριανός, εργάτη στο χωράφι του.  

Εργάστηκε όλη την ημέρα και το βράδυ γύρισε στο χωριό φορτωμένος στην πλάτη (ζαλίγκα) ένα σακί καλαμπόκι που του έδωσε για αμοιβή ο γεωργός.  

Όταν έφτασε στην άκρη του χωριού, βρήκε μια πέτρα, εκεί που τώρα είναι το ερείπιο του Αγίου Νικολάου, ακούμπησε το φορτίο στο απίθωμα (όπως λέγεται στη γλώσσα των Αγραφιωτών) για να ξεκουραστεί. Σε λίγο συνέχισε το δρόμο του μέχρι να φθάσει στην καλύβα του.  
Κατακουρασμένος από τον κάματο της ημέρας είδε όνειρο.  




Πάλι ο ίδιος άνθρωπος που έβλεπε και στη Βενετία και του λέει: «Σήκω να πας εκεί π’ ακούμπησες ψες βράδυ το σακί σου. Κύλησε την πέτρα και πρόσεξε από κάτω!».  
Έτσι και έκανε.  

Ξερίζωσε από τη θέση της την κοτρώνα και την παραμέρισε. Κοιτάζει από κάτω, τι να δει! Τρία πιθάρια γεμάτα φλουριά.  

Σε κανέναν δεν είπε τίποτα, μονάχα στη γυναίκα του, η χαρά του ήτανε απερίγραπτη και η απορία του μεγάλη για το ποιος ήταν εκείνος ο νέος που φάνηκε τόσες φορές στον ύπνο του!


Ένα Σαββατόβραδο πήγε στην Εκκλησία για ν’ ανάψει ένα κερί. Τότε δεν ήταν ακόμα η μεγάλη Εκκλησία, παρά ένα μικρό Εκκλησάκι του Ταξιάρχη. Καθώς μπήκε, έδωσε λεφτά και πήρε ένα κερί που το άναψε στο μανουάλι και έκανε το σταυρό του.  

Τα μάτια του έπεσαν στην Εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Μόλις τον αντίκρισε, πήγε ο νους του σε κείνον το νέο που είδε τόσες φορές στον ύπνο του. Κατάλαβε τότε πως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν ο σωτήρας του.   


Κάλεσε μαστόρους και τους έβαλε να κόψουν θεμέλια. Τα πήγαινε όμως τα πράγματα προσεκτικά μη τυχών και καταλάβουν οι χωριανοί του τίποτα και τον έτρωγαν από το φθόνο. Άρχισαν να απορούν πως ένας πάμφτωχος κτίζει Εκκλησία μεγάλη. Η κατηγορία ήρθε.  

Τον κατηγόρησαν ότι έφτιαχνε κίβδηλα νομίσματα. Πήγαν και τον ανέφεραν κιόλας. Η κατηγορία ήταν σοβαρή. Έφτασε και στ’ αυτιά του Σουλτάν Σελήμ του Β’. Έκανε ένα φιρμάνι και το κάλεσε στην πόλη. Τα ΄χασε ο άνθρωπος.

Που να βρει το θάρρος να παρουσιαστεί στο βασιλιά! Αγόρασε ένα πανέρι, το γέμισε με χαρτιά, το έβαλε στο κεφάλι του κι άναψε φωτιά στα χαρτιά. Έφερε μια γύρα στο παλάτι την άλλη μέρα τα ίδια πάλι. Δυο – τρεις μέρες γύριζε από μια βόλτα.


Όσοι τον είδαν τον πέρασαν για παλαβό. Από στόμα σε στόμα πήγε και το χαμπέρι στο Σουλτάνο. Δεν παραδέχτηκε όμως αυτός πως ο άνθρωπος ήταν τρελός. Κάποια άλλη φωτιά καίει στο κεφάλι του κακομοίρη! Είπε, αλλά φέρτε τον εδώ. Τον παρουσίασαν. Έγινε δηλαδή αυτό που ήθελε.  

Μόλις τον είδε, τον ρώτησε το ένα το άλλο. Κείνος απαντούσε και με τρόπο ήρθε και στο ψητό.  

Την κατηγορία που του έπλεξαν οι χωριανοί του. «Γω, λέει, βασιλιά μου δεν είμαι ένοχος, αδίκως με κατηγορούν. Να τα γρόσια που έχω, δεν είναι κάλπικα». Αλήθεια έλεγε. Το είδε με τα μάτια του ο Σουλτάνος πως τα νομίσματα ήταν γνήσια.  


Πήρε το θάρρος ο άνθρωπος τότε. Ζήτησε φιρμάνι από το Σουλτάνο να χτίσει ελεύθερα την Εκκλησία του χωριού του. Ο Σουλτάνος του το έδωκε. Του είπε μάλιστα: «Πάρε Γιάννη το φιρμάνι θα κάμω και το παιδί σου Παπά, αλλά σε παρακαλώ να μνημονεύεις και μένα στην Εκκλησία σου».  

Γύρισε ο Γιάννης στη Μύρεση με το φιρμάνι στο χέρι, έχτισε και στόλισε την Εκκλησία. Κανείς δεν τόλμησε πια να την πειράξει.  


Λένε πως αυτός γυρίζοντας από την πόλη έφερε μαζί του και τον καλύτερο Αγιογράφο. Αυτός έχοντας στο νου τα καλύτερα σχέδια από τις Εκκλησίες της Πόλης ζωγράφισε και την Εκκλησία της Μύρεσης όπως τη βλέπουμε σήμερα.  


Βέβαια η παράδοση δεν συμφωνεί με την πραγματική ιστορία περί της ζωγραφιάς της περίφημης αυτής Εκκλησίας. Η επιγραφή που είδαμε μας λέει πως δαπάνησαν όλοι οι Χριστιανοί της «χώρας» για να «ιστορηθεί» ο «ευαγής Ναός». Η παράδοση μας το λέει διαφορετικά. Σε ποια από τις δύο πηγές βρίσκεται η αλήθεια είναι ολοφάνερο. Και όμως η φαντασία μας πάει με το μέρος της παράδοσης.