Μια μέρα, ένας παπάς με τη κόρη του, σηκώθηκαν το βράδυ από το σπίτι τους, να πάνε στον Αϊ Βασίλη (Άγιος Βασίλειος, απομακρυσμένη παραλία στο άλλο άκρο του νησιού χωρίς πρόσβαση με αυτοκίνητο, με το ομώνυμο  εξωκλήσι να βρίσκεται σε απόκρημνο σημείο) για να κάνουν μια προγραμματισμένη Λειτουργία στο εκεί εξωκλήσι.
Έφυγαν από το σπίτι, και μπροστά προχωρούσε ο παπάς  κρατώντας τα ιερά σκεύη και τα άμφιά του σε μια τσάντα, και πίσω του ερχόταν η κόρη του, κρατώντας τα υπόλοιπα που είναι απαραίτητα για τη Λειτουργία.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ο παπάς αισθάνθηκε επείγουσα σωματική ανάγκη, είπε στη κόρη του να τον περιμένει, και της έδωσε τη τσάντα που κρατούσε.
Μετά από λίγο πράγματι γύρισε ο παπάς, και τέθηκε πάλι επικεφαλής της πορείας και συνέχισαν το δρόμο τους.
Όμως δεν της ζήτησε να του δώσει πίσω τη τσάντα που της είχε δώσει πριν φύγει.
Κάποια στιγμή, η κόρη κατάλαβε, ότι μάλλον είχαν πάρει λάθος το μονοπάτι, και είχαν φύγει έξω από αυτό, και κατέβαιναν τη κοίτη του χειμάρρου.
- Παπά μου, λάθος δρόμο πήραμε, του είπε.
- Ακολούθα με και μη μιλάς, ήταν η απάντηση του παπά.
Εκείνη δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει, αλλά καταλάβαινε, ότι είχαν φύγει πολύ έξω από το μονοπάτι.
Τελικά, αντί να φτάσουν στο εξωκλήσι που είναι δεξιά και πάνω από την παραλία, έφτασαν κάτω στη θάλασσα, και ο παπάς έκανε κάτι ακατανόητο.  Μπήκε μέσα στη θάλασσα και προχωρούσε στο νερό.
Η κόρη του αποσβολωμένη και έντρομη γι’ αυτό που έβλεπε, φώναζε στον πατέρα της να γυρίσει πίσω.
Εκείνος όμως της απάντησε, να μπει και εκείνη μέσα στη θάλασσα.
- Μα μέσα στη θάλασσα παπά μου, ρωτούσε εκείνη σφίγγοντας από τον τρόμο της τη τσάντα που κρατούσε με τα ιερά σκεύη.
- Έλα σου λέω, φώναζε εκείνος. Μπες μέσα στη θάλασσα, και άφησε έξω αυτά που κρατάς.
- Δεν μπορώ να τα αφήσω είπε, βάζοντας τα κλάματα, και καταλαβαίνοντας πια, ότι δεν πρέπει να ήταν ο πατέρας της αλλά κάποιος άλλος.
- Ας μην κράταγες αυτά που κρατάς, τον άκουσε να λέει, και θα έβλεπες τι θα πάθαινες.
Η κοπέλα από το φόβο της και το μεγάλο σοκ που έπαθε έχασε τις αισθήσεις, ενώ από ψηλά, ακουγόταν κάποιος να φωνάζει το όνομά της.
Ήταν ο πατέρας της που την είχε χάσει και φώναζε για να την βρει, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε και δεν τον περίμενε.
Κατέβηκε κάτω στην παραλία και την βρήκε σε κακά χάλια να κρατά σφιχτά τα ιερά σκεύη και να μην τα αποχωρίζεται.
Τη συνέφερε, και τη ρώτησε τι συνέβη, και εκείνη του διηγήθηκε την περιπέτειά της.
Ο παπάς τελικά που γύρισε όταν εκείνος πήγε για σωματική του ανάγκη, ήταν κάποιος δαίμονας που πήρε τη μορφή του για να παραπλανήσει τη κόρη του, και να την πνίξει στη θάλασσα.
Από εκείνη τη μέρα πάντως, η κόρη του παπά έπαθε κατάθλιψη και μαράζωνε, και ποτέ δεν κατάφερε να συνέλθει τελικά.