Η Μονή Δαδιάς υπήρξε πλούσιο μοναστήρι, κατέχοντας μεγάλη κτηματική περιουσία. Για το λόγο αυτό αλλά και για την προσφορά της στους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, τράβηξε την προσοχή των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Το μοναστήρι ανατινάχτηκε το 1912, οι μοναχοί αιχμαλωτίστηκαν και βασανίστηκαν για να ομολογήσουν πού είχαν κρυμμένο τον θησαυρό της μονής. Κανείς τους δεν αποκάλυψε το μυστικό μέρος του θησαυρού .Οι Βούλγαροι, για να τιμωρήσουν τους μοναχούς που δεν αποκάλυπταν το μέρος όπου έκρυβαν τους θησαυρούς της μονής, τους οδήγησαν στην κορυφή του βράχου που δεσπόζει πάνω από τη μονή και τους πέταξαν τον έναν μετά τον άλλον στο κενό.

Τα πτώματα τους παρέμειναν για μέρες άταφα, βορά στα πεινασμένα αρπακτικά που αφθονούν στην περιοχή. Πολλοί λένε ότι από τότε το μέρος έγινε καταραμένο και στοιχειωμένο με μια υποψία μελαγχολίας να πλανάται μονίμως πάνω του, δημιουργώντας ταυτόχρονα αίσθημα δυσφορίας και φυγής.

Το 1974, με αφορμή την επιστράτευση λόγω της Κύπρου, η Μονή κατάσχεται από την Πολιτεία και μετατρέπεται σε στρατόπεδο. Το στρατόπεδο-μονή κρατήθηκε ενδόξως στη ζωή έως το 1995.

Κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών σαν στρατόπεδο αρκετοί στρατιώτες ανέφεραν πως η σκοπιά του δάσους δημιουργούσε συναισθήματα τρόμου.

Αρκετοί ανέφεραν σκιές που περνούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας, απόκοσμα βήματα και σιλουέτες ανθρώπινες που μόλις πλησίαζαν κοντά στη σκοπιά χάνονταν. Οι αναφορές για κάτι απόκοσμο αυξήθηκαν όταν ένας φαντάρος, μια κρύα νύχτα του χειμώνα, κοιμήθηκε, πέθανε από το κρύο και κατασπαράχτηκε στη συνέχεια από τα αγρίμια.

Αρκετοί συνάδελφοί του στα βραδινά νούμερα και κυρίως στο νούμερο του μακαρίτη, 02:00-04:00, ανέφεραν ότι αντίκρισαν το φάντασμα του νεκρού φαντάρου.