Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη τη μέρα που τους είδαμε τελευταία φορά στη γειτονιά. Ήταν μια οικογένεια 5 ατόμων. Ο μεσήλικας πατέρας, η συνομήλικη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Όταν όμως το μικρότερο παιδί έχασε τη ζωή του σε ένα τραγικό δυστύχημα με το αμάξι του ξαδέλφου του -ο ξάδελφος που οδηγούσε δεν πρόλαβε να δει εκείνον που πέρασε παράνομα από το στοπ-, η οικογένεια βυθίστηκε στο πένθος.
Το σπίτι έχασε τη ζεστασιά και την παλιά του χαρμόσυνη διάθεση. 0 πατέρας "έφυγε" λίγο καιρό μετά, χτυπημένος από τον καρκίνο που λένε πως έβγαλε από τη στεναχώρια του. Τα αδέλφια άφησαν το πανεπιστήμιο προσπαθώντας να στηρίξουν οικονομικά την οικογένεια απ' τη μια και τη μάνα από την άλλη, που έμοιαζε πλέον με μια μαυροντυμένη, Θλιμμένη φιγούρα. Όσο όμως και να ανταποκρινόταν στα καλημερίσματα, ήταν σαν μια ζωντανή νεκρή, μιας που απ' το δέρμα και τα μάτια της είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος λάμψης. Ένα όνειρο είχε μόνο: Να δει ξανά το παιδί της. Να δει αν είναι καλά, αν είναι ήρεμο εκεί που έχει πάει. Όπου κι αν είχε πάει!
Τα παιδιά της πρότειναν εκείνη την παράτολμη ιδέα... Να κάνουν το λεγόμενο "τραπεζάκι" και να εντοπίσουν μέσω της μαγείας τον αδελφά τους. Μετά πολλά, η γυναίκα δέχτηκε, ο "ειδικός" καλέστηκε και το ραντεβού κλείστηκε. Ανάμεσα στα ελάχιστα άτομα που ήταν παρόντα βρέθηκε και ο ξάδελφος, που μπήκε για πρώτη φορά ξανά στο σπίτι μετά το τραγικό συμβάν. Όταν, όμως, στα πρώτα καλέσματα άρχισαν να αναβοσβήνουν τα φώτα, να φυσάει κρύος άνεμος μέσα στο κλειστό δωμάτιο και να ακούγονται άγριες φωνές από το πουθενά, όλοι άρχισαν να φεύγουν έντρομοι απ' την εξώπορτα. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε για μέρες. Όλοι στη γειτονιά ήμασταν σε Θέση να ακούμε τις φωνές αυτές και Θα συνεχίζαμε να τις ακούμε αν δεν αποφάσιζε η μάνα να πάρει τα παιδιά της και να αλλάξει άμεσα κατοικία.
Θα μου πείτε... "γιατί να σε πιστέψουμε;". Ίσως γιατί εγώ είμαι ο ξάδελφος που ουσιαστικά φταίει για το θάνατο του μικρού».

Από τον Γιάννη Α. όπως τα διηγήθηκε στην Ειρήνη Φ. Κουτσαύτη.