Ὁ κ. Θ., κάτοικος Χ., τελευταῖα παρακολουθοῦσε τίς διαλέξεις κάποιας ὀρ-
γανώσεως ἀπό αὐτές πού σάν δηλητηριώδη μανιτάρια ξεφυτρώνουν κάθε τό-
σο στήν χώρα μας μέ φιλοσοφικοεπιστημονική δῆθεν κάλυψη, ἀλλά ὑπόπτου
περιεχομένου καί στόχων. Μελετοῦσε ἐπίσης σχετικά βιβλία καί φυλλάδια πού
τοῦ ἔδιναν. ῞Οσα ἄκουγε ἤ διάβαζε, εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά τόν κάνουν νά
μήν αἰσθάνεται καλά, κάπως σάν ζαλισμένος, θολωμένος, μπερδεμένος. Προ-
βληματιζόταν ἄν ἔπρεπε νά συνεχίση, διχαζόταν καί στενοχωριόταν. Κάποιος
φίλος του πού πληροφορήθηκε τήν δυσκολία του, τοῦ συνέστησε νά πάη στό
Ἅγιον ῎Ορος νά συμβουλευθῆ τόν γέροντα Παΐσιο. Πείσθηκε καί ξεκίνησε γιά
τό Ἅγιον ῎Ορος, ἔβαλε μάλιστα στήν δεξιά ἐξωτερική τσέπη τοῦ μπουφάν του
τήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ στήν ἀριστερή ἐσωτερική τσέπη κάποιο βιβλίο καί φυλλά-
δια τῆς ὀργανώσεως.
Φθάνοντας στήν «Παναγούδα» βρῆκε τόν Γέροντα περιτριγυρισμένο ἀπό πο-
λύ κόσμο. Περίμενε μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό δύο, πού ἤθελαν
νά δοῦν ἰδιαιτέρως τόν Γέροντα. Σκεφτόταν πῶς νά ἐκθέση τό πρόβλημά του,
ἀλλά ὁ Γέροντας τόν πρόλαβε καί ρώτησε:
– Τί κάνει ἡ Χ.; (ἀνέφερε τήν πατρίδα του).
– Καλά εἶναι, πάτερ, εἶπε γεμᾶτος ἀπορία, γιά τό πῶς ὁ Γέροντας πού τόν
ἔβλεπε πρώτη φορά, γνώριζε τήν πατρίδα του.
– Κοίτα Θ., (νέο ξάφνιασμα γιατί τόν προσφώνησε μέ τό ὄνομά του), αὐτό
τό βιβλίο πού ἔχεις σ᾿ αὐτή τήν τσέπη (καί τοῦ ἔδειξε τήν τσέπη πού εἶχε τήν
Ἁγία Γραφή) εἶναι καλό καί νά τό μελετᾶς, ὅσο πιό συχνά μπορεῖς, ἀλλά αὐτά
πού ἔχεις ἐδῶ (καί τοῦ ἔδειξε ἀριστερά στό στῆθος) πέταξέ τα τό συντομώτερο,
γιατί… ἔχει τρελλοκομεῖο ἡ Χ. (πατρίδα του); Ἄν δέν ἔχη θά πᾶς ἀλλοῦ».