Μαζί με τα πρώτα ρίγη του φθινοπώρου, είχε απλωθεί σε μια ολόκληρη αθηναϊκή συνοικία και το τρέμουλο μιας σκοτεινής και ακατανίκητης φρίκης.
Κάθε βράδυ, μόλις έπαιρνε να δύει ο ήλιος, ένας μυστηριώδης και ατίθασος τρόμος καταλάμβανε τους περιοίκους του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών. Ένα είδος τυφλού πανικού, σαν αυτόν που παθαίνουν τα ζώα, όταν οσφραίνονται στον αέρα κάτι το φοβερό και το ανησυχητικό, που το διαισθάνονται ασυνείδητα, που το νιώθουν γύρω τους, δίχως να το βλέπουν και δίχως να μπορούν να το αποφύγουν.
Οι νεκροθάφτες άφηναν βιαστικά τα μακάβρια σύνεργά τους και έσπευδαν να εξέλθουν από τον πένθιμο περίβολο, νικημένοι από τον φόβο.
Οι φύλακες του Κοιμητηρίου, μόλις νύχτωνε, απομακρύνονταν τρέχοντας κι αυτοί, με την ανατριχίλα του τρόμου ζωγραφισμένη στην όψη τους.
Μα, και οι περίοικοι, που επέστρεφαν τα βράδια στα σπίτια τους, σταυροκοπιόνταν περίτρομοι και άλλαζαν δρόμο.
Τι συνέβαινε; Πού οφειλόταν αυτός ο ανεξήγητος και πρωτοφανής πανικός; Τι μυστήριο κρυβόταν μέσα σε όλα τούτα;
Φρικιαστικές διαδόσεις κυκλοφορούσαν, ιστορίες άγριες και μακάβριες, ικανές να κάνουν και τον πλέον απαθή, δυσκολόπιστο και ατάραχο τουλάχιστον να συνοφρυωθεί, να πέσει σε βαθιά περισυλλογή και τέλος, να βουλιάξει στο τέλμα του τρόμου.
Σύμφωνα με τις διαδόσεις, λοιπόν, στην αθηναϊκή αυτή συνοικία ξεκίνησαν να συμβαίνουν στις αρχές του φθινοπώρου του 1931 πράγματα αινιγματικά και εξόχως αλλόκοτα, που διέλυαν τα νεύρα ακόμη και των ψυχραιμότερων.
Οι συζητήσεις σε σπίτια, καφενεία και καπηλειά ήταν πάντοτε οι ίδιες. Χαμηλόφωνες, ψιθυριστές και συνωμοτικές, μην τυχόν και τους ακούσει ο βρυκόλακας, που είχε αναστατώσει τους πάντες.
Καθένας χρησιμοποιούσε ό,τι όπλο διέθετε, ό,τι βότανο και ξόρκι γνώριζε, προκειμένου να αμυνθεί εναντίον του βρυκολακιασμένου. Οι γυναίκες κρεμούσαν στους λαιμούς των παιδιών και των συζύγων τους φυλακτά με τίμιο ξύλο, για να μπορέσουν το βράδυ να επιστρέψουν σπίτι τους.
Παλιοί ασημένιοι σταυροί είχαν ανασυρθεί από τα ντουλάπια και τα σεντούκια και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο κακό, αν χρειαζόταν, δηλαδή αυτή την καταχθόνια οντότητα που είχε γυρίσει από τον τάφο.
Σε πολλά σπίτια, μάλιστα, όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι γυναίκες φρόντιζαν να κλειδώνουν την εξώπορτα και να βουλώνουν τις κλειδαριές, αλλά και τις χαραμάδες των παραθύρων με άρτο από την εκκλησία.
Άλλες, πάλι, σκόρπιζαν σε όλες τις γωνιές του σπιτιού απήγανο και σκορδολούλουδα, που η μυρωδιά τους, σύμφωνα με παλαιότατη λαϊκή παράδοση, έδιωχνε μακριά τα βδελυρά και μιαρά πλάσματα.
Όλα αυτά ξεκίνησαν λίγο μετά τον αιφνίδιο θάνατο από εγκεφαλική συμφόρηση του εφοπλιστή Δ. Παν… Οι φήμες αυτές ενισχύθηκαν από την ιδιαιτέρως παράξενη στάση των συγγενών του ευκατάστατου Έλληνα, οι οποίοι, σύμφωνα με τις επίμονες διαβεβαιώσεις των γειτόνων, επί σαράντα ημέρες ήταν κυριολεκτικώς ανάστατοι και τελούσαν σχεδόν καθημερινώς λειτουργίες, ευχέλαια και δεήσεις στον τάφο του μακαρίτη.
Ισχυρίζονταν πως ο νεκρός εφοπλιστής είχε εμφανιστεί επανειλημμένως σε συγγενείς και φίλους του, χειροπιαστός και ολοζώντανος. Αλλά παρά τα ευχολόγια και τις δεήσεις, προκειμένου να γαληνέψει η ψυχή του, ο πλούσιος και ισχυρός αυτός άντρας συνέχιζε να κάνει την εμφάνισή του, διαλύοντας την ηρεμία των οικείων του.
Μάλιστα, ο βρυκολακιασμένος εφοπλιστής είχε παρουσιαστεί σε πλοιάρχους και καμαρότους των πλοίων της εταιρείας του, οι οποίοι είχαν αφηγηθεί το αδιανόητο γεγονός με όλες τις ανατριχιαστικές του λεπτομέρειες.
Επίσης, οι συχνές θεάσεις του στο ίδιο του το σπίτι είχαν προκαλέσει τέτοια αλλοφροσύνη και απόγνωση στην οικογένειά του, ώστε έτρεμαν σαν το φυλλαράκι κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου.
Άλλωστε, είχε επιβεβαιωθεί ότι ένα βράδυ όλο το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλής του εγκατέλειψε τρομοκρατημένο το στοιχειωμένο μέγαρο και δε θέλησε με κανένα τρόπο να επιστρέψει.
Υπήρχαν, βέβαια, και εκείνοι που υποστήριζαν πως είχαν αποσταλεί από την οικογένεια του εφοπλιστή νύχτα, στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, ανέσκαψαν τον τάφο με εντολή τους και δε βρήκαν το πτώμα στη θέση του.
Και υπήρχαν και άλλοι, που ισχυρίζονταν πως είδαν με τα μάτια τους τον νεκρό αρκετές ώρες μετά τον θάνατό του, τον οποίο δεν είχαν ακόμη πληροφορηθεί. Τους μιλούσε σαν να ήταν ζωντανός, τίποτε το εξαιρετικό στη μορφή και στη στάση του, εκτός από μια περίεργη λάμψη στα μάτια του και μια αδιόρατη στυγνότητα στην έκφραση.
Μα, όταν άρχισε να μιλάει, τους περιέβαλε μια δυσωδία σαπίλας και μούχλας, μια οσμή θανατικού, που δεν ήξεραν πού να την αποδώσουν.
Ένας από αυτούς, στους οποίους, κατά τις διαδόσεις πάντοτε, είχε εμφανιστεί λίγες ώρες μετά τον θάνατό του ο εφοπλιστής, ενώ του μιλούσε, παρατήρησε αιφνιδίως έντρομος ότι ο συνομιλητής του δεν έριχνε στο δάπεδο σκιά. Κι ένας άλλος είχε αντιληφθεί ότι το σώμα του Δ. Παν… δεν αντικαθρεφτιζόταν στον απέναντι καθρέφτη.
Στη συνοικία, λοιπόν, γύρω από το Πρώτο Νεκροταφείο κυκλοφορούσαν και άλλες διαδόσεις, ακόμη πιο φρικιαστικές.
Μεταξύ των φερόμενων ως αυτοπτών μαρτύρων των μεταθανάτιων αυτών εμφανίσεων του εφοπλιστή, ξεχώριζαν ονόματα τρανταχτά της Αθήνας, που δεν μπορούσε να παραδεχθεί κανείς πως έπεσαν θύματα παραισθήσεως. Ονόματα ατρόμητων θαλασσόλυκων, που ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν σχεδόν κάθε μέρα, άφοβα και αψήφιστα, τον χάρο με τα μάτια τους στα πελάγη και στους ωκεανούς της Γης.
Ανάμεσά τους, τα ονόματα ενός καμαρότου της Α’ Θέσης σε ένα από τα πλοία της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας του εφοπλιστή και ενός πλοιάρχου, του καπετάν Μιχάλη.
Κατά τις διαδόσεις, λοιπόν, ο καμαρότος και ο πλοίαρχος ήταν από τους πρώτους, στους οποίους είχε παρουσιαστεί ο βρυκόλακας. Άλλοι έλεγαν πως απολύθηκαν από την εργασία τους, επειδή ανακοίνωσαν δημόσια το τρομακτικό αυτό γεγονός, που η οικογένεια του αποθανόντος ήθελε να παραμείνει μυστικό. Άλλοι, πάλι, έλεγαν πως οι ίδιοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, επειδή είχαν σοκαριστεί από τις συνεχείς εμφανίσεις του βρυκολακιασμένου.
Ιδού τα όσα εξωφρενικά περιέγραψε, κατακυριευμένος από τρόμο, ο πολύπειρος καμαρότος, ονόματι Γιώργης:
“Ήμουν στο πόστο μου, στην Α’ Θέση. Είχε τελειώσει το δείπνο. Κάποιοι επιβάτες αποσύρθηκαν για ύπνο, ενώ άλλοι πήγαν στη γέφυρα του πλοίου. Οι υπόλοιποι καμαρότοι είχαν πάει να ξεκουραστούν, γιατί είχαμε δύο ολόκληρα μερόνυχτα να κλείσουμε μάτι.
Κάπνιζα το τσιγάρο μου και κοιτούσα το καναρίνι, που είχα στην καμπίνα μου, το οποίο γλυκοκελαηδούσε. Ξάφνου, το κελάηδισμα σταμάτησε και άκουσα τη φωνή του αφεντικού. Γύρισα ξαφνιασμένος και τον είδα να στέκει ολόρθος στην πρώτη πόρτα στ’ αριστερά μου. Ήταν κέρινος, ωχρός και φρικώδης.
Πετάχτηκα επάνω και του είπα: “Διατάξτε!” Τότε, εκείνος μου γύρεψε να του ετοιμάσω κάτι να φάει. Μα, καθώς άνοιξε το στόμα του, ένιωσα μια απαίσια σαπίλα να γεμίζει τον χώρο. Αναγούλιασα. Τότε μονάχα κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έκανα να τον κοιτάξω καλύτερα, αλλά τα μάτια του με κάρφωσαν στη θέση μου.
Εκείνος με είδε σαστισμένο, μου γέλασε με ένα γέλιο σκληρό και ειρωνικό, σαν να με κορόιδευε. Ύστερα, μου σφύριξε και μου έκλεισε το μάτι, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν στις καλές του.
Χωρίς να ξέρω τι να κάνω, γιατί ήμουν σαν υπνωτισμένος, κατέβηκα στην κουζίνα να ξυπνήσω τον μάγειρα του καραβιού, για να του βάλει να φάει. Μόλις του το είπα, εκείνος έσκασε στα γέλια. Αλλά καθώς με κοιτούσε, έπαψε απότομα να γελά.
Ήμουν κατακίτρινος, σαν να είχα χάσει μεμιάς όλο μου το αίμα. Οι τρίχες του κεφαλιού μου είχαν σηκωθεί από τον τρόμο, τα μάτια μου ήταν γουρλωμένα, έτρεμα σύγκορμος και φαινόμουν μισότρελος.
Είπα τα πάντα στον μάγειρα. Σηκώθηκε κι αυτός επάνω και ανέβηκε μαζί μου στο σαλόνι. Τον βρήκαμε καθισμένο στο τραπέζι. Ο μάγειρας τα έχασε και άρχισε να σταυροκοπιέται. Ο βρυκόλακας έστρεψε το βλέμμα καταπάνω του και τον αγριοκοίταξε. Ακούσαμε τα δόντια του να τρίζουν και άστραψαν σουβλερά και ολόστιλπνα, ενώ τα χείλη του συσπάστηκαν σ’ ένα μειδίαμα σαρκασμού.
Ο μάγειρας, τότε, έβγαλε από τον κόρφο του ένα φυλακτό με το τίμιο ξύλο και το πρόβαλε σαν ασπίδα προς τον βρυκολακιασμένο εφοπλιστή.
Μεμιάς, το φάντασμα του εφοπλιστή, εκείνο το ακατανόμαστο πλάσμα από τον άλλο κόσμο, έγινε άφαντο.
Τρέξαμε στη γέφυρα και τα διηγηθήκαμε όλα στον καπετάνιο. Ο καπετάνιος μας συνέστησε να μην πούμε λέξη σε κανέναν και αναστατωθούν οι επιβάτες.
Μα, τη νύχτα εκείνη δεν έκλεισα μάτι. Δεν τον ξαναείδα, όμως, άλλη φορά. Ίσως επειδή σχημάτισα μια μεγάλη πεντάλφα και την έβαλα πάνω από την κουκέτα μου…”
Το φάντασμα του εφοπλιστή
Ημερομηνία: 20/07/2020
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: https://strangepress.gr/2020/07/17/to-fantasma-tou-ellina-efoplisti-meros-a/
7 Σχόλια:
Είχε χτυπήσει τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Όλο το υπηρετικό προσωπικό, ανήμπορο να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα μέσα στο στοιχειωμένο μέγαρο του εφοπλιστή, αποφάσισε να συγκεντρωθεί στη μεγάλη σάλα της τραπεζαρίας. Εκνευρισμένο, σαλεμένο, τρομαγμένο και κατάκοπο, συζητούσε ακόμη με χαμηλή φωνή για τα φοβερά γεγονότα που είχαν προηγηθεί.
Η χήρα και η Διαμαντούλα ξάπλωσαν παρέα στην κρεβατοκάμαρα της κυρίας, καθώς υπέφεραν και οι δυο από νευρική κρίση.
Στην ατμόσφαιρα ήταν χυμένος ένας παγωμένος αέρας φρίκης, σαν να ξενυχτούσαν λείψανο. Ξαφνικά, όλοι τινάχτηκαν πάνω έντρομοι. Στον μακρύ διάδρομο του αρχοντικού ακούγονταν πατημασιές. Μήπως ήταν η φαντασία τους; Μα, δε γινόταν να είχαν όλοι ταυτοχρόνως την ίδια ψευδαίσθηση.
Σε μια από τις εσωτερικές πόρτες της τραπεζαρίας, σ’ εκείνη ακριβώς που έβλεπε προς τον διάδρομο, το μισό θυρόφυλλο είχε μείνει ανοιχτό. Μια από τις υπηρέτριες έτρεξε να κλείσει την πόρτα. Καθώς πλησίασε, όμως, κραύγασε δυνατά και απόμεινε μαρμαρωμένη.
Συγχρόνως, πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας ένας πελώριος ανθρώπινος ίσκιος. Άπλωσε το άσαρκο χέρι του και της βούλωσε σφιχτά το στόμα. Την ίδια στιγμή, με το άλλο χέρι έστριψε τον διακόπτη κι έσβησε το φως.
Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε η κυρία Παν…, μάταια χτυπούσε όλα τα ηλεκτρικά κουδούνια, καλώντας απεγνωσμένα κάποιον από το υπηρετικό προσωπικό. Κανένας δεν ερχόταν.
Νόμισε στη αρχή πως λόγω της αναστάτωσης που επικράτησε την προηγούμενη νύχτα, θα είχαν όλοι τους κοιμηθεί αργά και γι’ αυτό αργούσαν να σηκωθούν απ’ τα κρεβάτια τους.
Έστειλε τη Διαμαντούλα, τη σύζυγο του καπετάν Μιχάλη, να δει τι συνέβαινε. Τότε, αντιλήφθηκαν πως όλοι οι υπηρέτες είχαν εγκαταλείψει μέσα στη νύχτα το στοιχειωμένο σπίτι.
Το μέγαρο ήταν αδειανό. Έπειτα από τη μεταμεσονύκτια τρομακτική οπτασία, υπηρέτες και υπηρέτριες, μόλις συνήλθαν από τον πρώτο πανικό που τους είχε παραλύσει, άρπαξαν γρήγορα τα πράγματά τους και έφυγαν. Και μήτε ήθελαν να ξαναπατήσουν το πόδι τους εκεί μέσα.
Αλλά και στη κάμαρα που είχαν κατακλιθεί η χήρα του εφοπλιστή μαζί με την επιστήθια φίλη της, τη Διαμαντούλα, τα πράγματα δεν κύλησαν καλύτερα.
Ιδού τι αφηγήθηκε η τελευταία:
“Προτού πέσω να κοιμηθώ, αποφασισμένη πως έπρεπε επιτέλους να ξαποστάσω το κορμί μου έστω για λίγες ώρες, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Για μια στιγμή, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν κλάμα. Και αμέσως μετά άκουσα τα σκυλιά να αλυχτούν και η καρδιά μου σχίστηκε στα δυο. Το σκοτάδι ήταν πυκνό. Ωστόσο, διέκρινα στον αέρα ατμούς λευκούς, σαν πασπαλίσματα ζάχαρης άχνης, που στριφογύριζαν και μετά, νόμισα πως κάλυψαν όλη την πρόσοψη του μεγάρου. Φοβήθηκα πολύ, έκλεισα το παράθυρο γρήγορα και πλάγιασα.
Νύσταζα και βυθίστηκα σ’ έναν παράξενο ύπνο, ανήσυχο, γεμάτο όνειρα. Είχα την αίσθηση πως κάποιος βημάτιζε μέσα στην κάμαρα σιγά και προφυλακτικά. Αφουγκραζόμουν τα χέρια του να πασπατεύουν εδώ κι εκεί. Έπειτα, μου φάνηκε πως κρύωνα, πως το σκέπασμά μου είχε γλιστρήσει μακριά μου και ξύπνησα.
Μια μυστηριώδης αχλή, μια αραχνοΰφαντη ομίχλη είχε απλωθεί στην κάμαρα. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τη λάμπα που είχαμε αφήσει αναμμένη και μόλις που αχνόφεγγε σαν σπιθίτσα μικρή, κατακόκκινη, αιματηρή, έτοιμη να σβήσει.
Μπερδεμένη ακόμα ανάμεσα στο τι ήταν όνειρο και τι πραγματικότητα, πάσχισα να σηκωθώ επάνω, γιατί κρύωνα. Φρόνησα πως είχα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό, πως είχα λησμονήσει να το κλείσω. Μα, ένιωθα τα πόδια μου μολυβένια. Είχα χάσει τη θέλησή μου. Αισθανόμουν μια αλλόκοτη παραζάλη και μια ανεξήγητη εξάντληση.
Έτσι, αφέθηκα να με πάρει ο ύπνος. Την ώρα που κατέβαζα τα βλέφαρά μου, όμως, είδα να σκύβει επάνω μου ένα πρόσωπο αισχρό, απαίσιο, αποκρουστικό. Τόσο χλομό, σαν να ήταν βαμμένο με κεχρί και φορούσε μια κόκκινη μάσκα.
Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, δεν ένιωσα τίποτε άλλο. Είχα, όμως, μέσα στον ύπνο μου την εντύπωση πως κάποιος υπήρχε πλάι μου, ένιωθα ανατριχίλες και άκουγα κάτι σαν πνιχτό και υπόκωφο βογκητό.
Από τον εφιαλτικό λήθαργο με ξύπνησαν κάποια στιγμή οι κραυγές της κυρίας, που καλούσε σε βοήθεια. Πετάχτηκα ορθή και πλησίασα το κρεβάτι της. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τρομεροί σπασμοί συγκλόνιζαν ολόκληρο το κορμί της. Στα απλανή και ολάνοιχτα μάτια της ήταν καθρεφτισμένος ο πιο παρανοϊκός τρόμος.
Όταν κάποτε συνήλθε και τη ρώτησα, μου απάντησε πως είχε δει τον μακαρίτη άντρα της ολοζώντανο. Της είχε πει ό,τι είχε πει και σε εμένα, δηλαδή να φροντίσουμε για την ανάπαυση της ψυχής του”.
Η αφήγηση της Διαμαντούλας τελειώνει εδώ, γιατί την άλλη μέρα εγκατέλειψε κακήν κακώς το στοιχειωμένο μέγαρο.
Μα, το φάντασμα του εφοπλιστή είχε προκαλέσει παράνοια και στη συνοικία του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών, όπου οι φήμες ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω από τις συνεχείς δεήσεις των οικείων του πάνω από τον τάφο του και τις αδιάκοπες συζητήσεις τους με τους ιερείς, οι οποίοι πραγματοποιούσαν το ένα ευχέλαιο μετά το άλλο.
Πολλοί περίοικοι του Νεκροταφείου αφηγούνταν ότι έτυχε να δουν έναν παράξενο ανθρώπινο ίσκιο να αναρριχάται στον τοίχο ή να γαντζώνεται στα σιδηρά κιγκλιδώματα της εξώθυρας. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, βεβαίωναν ότι είχαν αναγνωρίσει σε αυτή την απόκοσμη φιγούρα τον πεθαμένο εφοπλιστή Δ. Παν…
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το σκοτάδι σύρθηκε με την κοιλιά, σαν αιμοδιψές ερπετό, μέσα στις κάμαρες του στοιχειωμένου μεγάρου, έτοιμο να το καταπιεί αύτανδρο.
Το υπηρετικό προσωπικό έτρεχε εδώ κι εκεί να ανάψει όλα τα φώτα, να μη μείνει σπιθαμή αφώτιστη, παραδομένη στον μαύρο ζόφο.
Και μόλις άναψε και η τελευταία λάμπα, στεντόρεια γρονθοκοπήματα τράνταξαν τους τοίχους, λες και κάποιος νεκροζώντανος είχε εντοιχιστεί και πάλευε για τη λευτεριά του.
Κάποιος, κάτι, βάδιζε στους άδειους διαδρόμους, βαριά, βεβιασμένα, δίχως αναπαμό…
Μια από τις υπηρέτριες, καθώς άνοιξε την πόρτα σε μια από τις κρεβατοκάμαρες, όπου την είχε στείλει η κυρία της για να της φέρει κάτι, παρατήρησε έντρομη ότι η πόρτα, που εν τούτοις είχε μισανοίξει, δεν οπισθοχωρούσε περισσότερο, σαν να τη βαστούσε και να την έσπρωχνε από πίσω κάποιο χέρι ανθρώπινο, γερό.
Συγχρόνως, άκουσε καθαρά να γκρεμίζεται κάτω στο πάτωμα με άγριο πάταγο ένα μικρό τραπεζάκι που ήταν μέσα στο δωμάτιο, τοποθετημένο πίσω ακριβώς από την πόρτα. Αλλόφρων από τον φόβο της, σαλεμένη, έβαλε μια τρεχάλα για να ειδοποιήσει τους άλλους υπηρέτες και την κυρία της.
Μόλις παρήλθε η πρώτη αναμπουμπούλα, μπήκαν όλοι μαζί μέσα στο δωμάτιο, σαν αξιοθρήνητο τρεμάμενο μπουλούκι, δειλά και αθάρρετα. Έψαξαν παντού, αλλά δε βρήκαν τίποτε το περίεργο.
Το δωμάτιο, όμως, ήταν ήδη άνω κάτω. Αναποδογυρισμένα έπιπλα και πεταμένα σκόρπια ένα σωρό διακοσμητικά αντικείμενα, μερικά από τα οποία βρέθηκαν σπασμένα, όπως βαρύτιμα ανθοδοχεία και κομψά γυάλινα αγαλματίδια.
Κατόπιν, άκουσαν να σπάζει με έναν κρότο εκκωφαντικό ένα τζάμι από το μεγάλο παράθυρο του διαδρόμου και μια καμαριέρα που βρισκόταν εκεί έσκουξε τόσο γοερά, που τους έκοψε την ανάσα. Αναπήδησαν και στοιβάχτηκαν ο ένας πλάι στον άλλον για παρηγοριά.
Την αναζήτησαν αργότερα για να μάθουν τι είχε συμβεί, γιατί, εν τω μεταξύ, η προσοχή τους είχε στραφεί στις απελπισμένες κραυγές μιας άλλης καμαριέρας, που μάταια προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Έψαξαν παντού να τη βρουν, αλλά δεν κατόρθωσαν να την ανακαλύψουν πουθενά. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Πήγαν να κοιτάξουν στην κάμαρά της. Τα ρούχα της έλειπαν. Ήταν φανερό ότι είχε φύγει όπως-όπως από την έπαυλη του βρυκολακιασμένου εφοπλιστή.
Τι είχε δει άραγε η δυστυχής και την οδήγησε να πάρει μια τέτοια απόφαση, που πρόδιδε απόγνωση; Ήταν η φρίκη που την έκανε να παρατήσει η φτωχή υπηρέτρια τη σίγουρη δουλειά της;
Το γεγονός αυτό συνέτεινε να ξεχειλίσει πια το ποτήρι. Το υπηρετικό προσωπικό επαναστάτησε. Κανείς δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Η οικοδέσποινα τους παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια να μην την αφήσουν μοναχή της μέσα σε τούτη την ακατανόητη κόλαση. Επιτέλους, κάμφθηκαν και δέχτηκαν να παραμείνουν για το χατίρι της τραγικής χήρας.
Το φάντασμα του εφοπλιστή, όμως, είχε άλλα σχέδια κι έτσι, η νύχτα που πέρασαν ήταν γεμάτη εφιάλτες. Εφιάλτες από εκείνους που δεν ξυπνάς ποτέ εφησυχασμένος…
Όπως αφηγήθηκε αργότερα η μυστηριωδώς εξαφανισμένη καμαριέρα στις άλλες υπηρέτριες, αφορμή της αιφνίδιας φυγής της ήταν το τρομακτικό φαινόμενο που είχαν αντικρίσει τα μάτια της, καθώς περνούσε από τον μακρύ διάδρομο του αρχοντικού.
Ένας παράδοξος θόρυβος την έκανε να γυρίσει πίσω και να κοιτάξει προς το παράθυρο, από το οποίο είχε προέλθει ο δαιμονισμένος κρότος.
Είδε τότε το τζάμι του σφαλιστού παραθύρου να συντρίβεται σε χίλια κομμάτια και να προβάλλει μέσα από το άνοιγμα ο κάτωχρος ίσκιος ενός ανθρώπινου χεριού.
Το κέρινο χέρι γαντζώθηκε με τα φριχτά οστεώδη του δάχτυλα πάνω στον παραστάτη του παραθύρου και μέσα από την οπή του σπασμένου τζαμιού γλίστρησε μέσα μια οπτασία.
Στην αρχή πρόσεξε μονάχα τα δυο του μάτια, πυρακτωμένα, βλοσυρά, αυστηρά και αγριωπά συνάμα. Ύστερα, είδε καλά ολόκληρο το κεφάλι του και πήγε να σύρει μια φωνή, αλλά ήχος δε βγήκε από το στόμα της. Τα βλέφαρά της έμειναν ασάλευτα, τα μάτια της ορθάνοιχτα και απλανή, σαν να είχαν νεκρωθεί οι μύες που τα κινούσαν.
Σαν να έλκονταν τα μάτια της από κάποιον ακατανίκητο μαγνήτη, έμεινε προσηλωμένη στον απαίσιο ανθρώπινο ίσκιο, που τον έβλεπε, εκεί, μπροστά της, να συστέλλεται αφύσικα, να μικραίνει ολοένα και να μπαίνει μέσα από τη μικρή οπή του σπασμένου τζαμιού, λες και ήταν το κορμί του, όχι από σάρκα και οστά, αλλά από λάστιχο…
Θωρούσε τους πελώριους ώμους του να συγκλίνουν και να προσεγγίζουν ο ένας τον άλλον σαν φυσαρμόνικα… Το ευρύ στέρνο του να γίνεται τόσο δα, όσο αρκούσε για να χωρέσει στο στενό άνοιγμα… Τις τεράστιες πλάτες του να συμμαζεύονται σ’ ένα μικρούτσικο κουβάρι…
Ο ειδεχθής ανθρώπινος ίσκιος, παραμορφωμένος και λαστιχωτός, είχε ήδη εισχωρήσει στο άνοιγμα έως τη μέση περίπου, όταν η καμαριέρα ανέκτησε ξαφνικά τις δυνάμεις της, εξέβαλε μια απόκοσμη, μακρόσυρτη κραυγή και ετράπη σε φυγή.
Κατέφυγε αμέσως στο δωμάτιό της, μάζεψε άρον-άρον τα υπάρχοντά της και σέρνοντας τα πόδια της, που είχαν παραλύσει από τον τρόμο, κατέβηκε μηχανικά τις σκάλες, δίχως να ξέρει τι να κάνει, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τις παρειές της…
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν… μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου. Τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου του 1931 μούσκευαν τις εφημερίδες των πλανόδιων στα στέκια της Αθήνας. Μα, ακόμα κι έτσι, οι άνθρωποι έκαναν ουρά για να διαβάσουν τα νεότερα για τον βρυκολακιασμένο.
Το επόμενο βράδυ, λοιπόν, μια άλλη υπηρέτρια του μεγάρου του εφοπλιστή Δ. Παν… άκουσε έναν δαιμονισμένο κρότο στον μακρύ διάδρομο και καθώς άνοιξε την πόρτα του δωματίου, είδε γκρεμισμένη την εταζέρα και την γλάστρα που ήταν επάνω της πεταγμένη κάτω σε χίλια κομμάτια.
Κοίταξε να δει ποιος είχε περάσει από εκεί και τη γκρέμισε. Και διέκρινε στο βάθος να χάνεται μέσα στο σκοτάδι μια ανθρώπινη σκιά.
Το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό, στο οποίο αφηγήθηκε το γεγονός, δεν έδωσε πίστη στην εμφάνιση της απροσδιόριστης φιγούρας. Δεν μπορούσε, όμως, και να εξηγήσει το γκρέμισμα της εταζέρας. Ήταν προφανές ότι κάποιος είχε περάσει απρόσεχτα από το σημείο, αλλά, εν τούτοις, αποδείχτηκε ότι κανείς δεν κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα στον διάδρομο.
Την άλλη μέρα, μόλις έπεσε το σκοτάδι, μυστηριώδεις κρότοι άρχισαν να δονούν την έπαυλη. Πότε ακούγονταν σαν βαριά ανθρώπινα πατήματα, πότε σαν βαθύς αναστεναγμός, που αντηχούσε στ’ αυτιά τους σαν γρύλισμα ζώου. Άλλοτε βροντοχτυπούσε με πάταγο μια πόρτα από μόνη της κι άλλοτε στρέφονταν αργά-αργά τα πόμολα και από πίσω δεν κρυβόταν κανείς…
Ένα βράδυ, μάλιστα, το υπηρετικό προσωπικό άκουγε ολονυχτίς ανεξήγητους θορύβους στην άδεια τραπεζαρία, σαν συρσίματα, σαν φτερουγίσματα και κατόπιν σαν σπασίματα, αλλά κανένας δεν τόλμησε να πάει να ελέγξει. Την άλλη μέρα, βρήκαν όλα τα έπιπλα της τραπεζαρίας σε διαφορετικές θέσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, το ένα στοιβαζόταν πάνω στο άλλο.
Οι υπηρέτες δεν ήξεραν τι να βάλουν με τον νου τους. Παρατήρησαν, όμως, πως η κυρία Παν… είχε υποστεί σοκ και το όλο θέμα της είχε προξενήσει ανείπωτο τρόμο. Τους γύρεψε μονάχα να τακτοποιήσουν τον χώρο και να μην πουν κουβέντα πουθενά.
Θέλοντας, όμως, και η ίδια να δει τι είχε συμβεί και να σχηματίσει τη δική της γνώμη, μόλις μπήκε στην τραπεζαρία και αντίκρισε τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε, έβγαλε μια απεγνωσμένη, παρατεταμένη κραυγή και έπεσε λιπόθυμη στα μάρμαρα.
Ακολούθησαν μυστικοσυμβούλια και κρυφές συνεννοήσεις και σε λίγο, κλήθηκαν στο μέγαρο του εφοπλιστή όλοι οι στενοί του συγγενείς.
Τα μυστηριώδη αυτά φαινόμενα συνεχίζονταν επίμονα. Η οικοδέσποινα, ταραγμένη και τρομοκρατημένη, δεν ήταν σε θέση να καθησυχάσει το υπηρετικό προσωπικό, που είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εγκαταλείψει το στοιχειωμένο μέγαρο.
Οι πρώτες αόριστες ανησυχίες πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εκεί μέσα άρχισαν να επιβεβαιώνονται από αδιανόητα περιστατικά, που κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Κάθε που έπεφτε το σκοτάδι, ένα θέατρο παραλόγου έστηνε από μόνο του τη σκηνή του. Υπόκωφα σφυροκοπήματα, στριγκές στριγκλιές, εκσφενδονισμοί αντικειμένων, θραύση γυαλικών, πόρτες που έκλειναν με κρότο, παράθυρα που άνοιγαν με τριγμούς, πατήματα σε άδειους διαδρόμους πλήθαιναν από νύχτα σε νύχτα.
Το μέγαρο του εφοπλιστή και όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν και εργάζονταν μέσα σ’ αυτό, ασφυκτιούσαν από έναν αποπνικτικό αέρα τρόμου, αναστάτωσης και αγωνίας. Κανείς δεν μπορούσε να κλείσει πλέον μάτι. Κανείς δεν αποκοτούσε να μείνει μονάχος του, ασυντρόφευτος.
Οι υπηρέτριες κοιμούνταν πάντα μαζί. Στο δωμάτιο της Διαμαντούλας καμιά δεν ήθελε να ζυγώσει. Όλοι είχαν μια πεισματική αίσθηση ότι κάποια αλλόκοσμη οντότητα κυκλοφορούσε αόρατα ανάμεσά τους. Μια παρουσία που μύριζε σαπίλα και θανατικό. Ένιωθαν έναν δαιμονικό ίσκιο να καραδοκεί, να ενεδρεύει, να παραφυλάει…
Ο έλεγχος είχε χαθεί και η κατάσταση είχε γίνει ιλαροτραγική. Καρφίτσα έπεφτε καταγής και οι υπηρέτριες, καταφοβισμένες, ξεσπούσαν σε ουρλιαχτά η μια μετά την άλλη. Έτσι, δήλωσαν απερίφραστα στην κυρία ότι ήταν αποφασισμένες να φύγουν από το αρχοντικό της.
-Τα νεύρα μας, κυρία, δεν αντέχουν άλλο… Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Νομίζουμε πως θα τρελαθούμε…
Ωστόσο, διαρκώς ανέβαλαν την απόφασή τους, γιατί λυπούνταν να αφήσουν μονάχη της την καλοσυνάτη χήρα του εφοπλιστή.
Μέχρι που έφτασε και εκείνη η νύχτα, η δραματικότερη όλων, όπου υπηρέτες και υπηρέτριες πετάχτηκαν μέσα στα μαύρα σκοτάδια απ’ τα κρεβάτια τους, με τα μάτια γουρλωμένα να προεξέχουν από τις κόγχες τους, με το δέρμα ανάγλυφο από τις ορθωμένες τρίχες και εγκατέλειψαν άναυλα το στοιχειωμένο μέγαρο. Και μήτε γύρισαν να κοιτάξουν πίσω τους…
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το φάντασμα του εφοπλιστή το είχαν δει, εκτός από τους δύο καμαρότους του πλοίου, τον καπετάν Μιχάλη και τη σύζυγό του Διαμαντούλα, και ένας ακόμη αυτόπτης μάρτυρας. Και ο μάρτυρας αυτός ήταν πιο αξιόπιστος από όλους τους άλλους.
Επρόκειτο για έναν επιστήμονα, έναν άνθρωπο μορφωμένο, θετικό, διόλου φαντασιόπληκτο, που δυσπιστούσε κατ’ αρχήν σε όλα αυτά τα μυστηριώδη υπερφυσικά φαινόμενα. Ο επιστήμονας αυτός ήταν ο δικηγόρος κύριος Γκίκας, που διαβεβαίωνε ότι είδε με τα μάτια του τον βρυκόλακα.
Καθόταν, λοιπόν, στο γραφείο του, σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του, αφοσιωμένος στην εργασία του. Δεν μπορούσε, όμως, να εργαστεί με την αλλοτινή του ηρεμία. Είχε μια απροσδιόριστη, μια αλλόκοτη ανησυχία, που δεν ήξερε πού να την αποδώσει.
Αισθανόταν ότι δεν ήταν μόνος μέσα στο δωμάτιο. Ότι υπήρχε και κάποιος άλλος. Κάποια παράδοξη ανθρώπινη παρουσία, που δεν την έβλεπε. Την ένιωθε, όμως. Την ψυχανεμιζόταν…
Σηκώθηκε ξάφνου από την καρέκλα του, έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω και έπειτα ξανακάθισε ανόρεχτα. Άναψε το φως του επιτραπέζιου λαμπτήρα, εικάζοντας ότι το εντονότερο φως θα ξεδιάλυνε τις αεροβασίες και τα φληναφήματα του νου του.
Προσπάθησε να οργανώσει καλύτερα τις σκέψεις του και βάλθηκε να ολοκληρώσει την εργασία του. Σε λίγο, όμως, καθώς σήκωσε τα μάτια του, είδε να μπαίνει από τις χαραμάδες της πόρτας μια λεπτή ομίχλη, που πύκνωνε ολοένα.
Τι είναι τούτο; σκέφτηκε και πετάχτηκε επάνω.
Η ομίχλη άρχισε να στροβιλίζεται αργά, μέχρι που ύφανε μια στήλη γαλακτερή, η οποία ξεκινούσε από το πάτωμα και έφτανε μέχρι το ταβάνι. Συγχρόνως, το φως του λαμπτήρα έγινε αμυδρό και κόκκινο, σαν ένα διαβολεμένο μάτι που τον κάρφωνε απευθείας από την Κόλαση.
Σιγά-σιγά, η αινιγματική ομίχλη έλαβε ανθρώπινη μορφή. Και σε λίγο, είδε κατάπληκτος να στέκεται ολοζώντανος μπροστά του ο προ πολλού πεθαμένος εφοπλιστής. Τον ήξερε καλά και αυτό το πλάσμα που έβλεπε ενώπιόν του ήταν ολόιδιο με τον μακαρίτη. Μονάχα μια νεκρική χλομάδα στο πρόσωπό του πρόδιδε ότι δεν προερχόταν από τον κόσμο των ζωντανών.
Παραδόξως, ο δικηγόρος δεν έχασε το θάρρος του. Αλλά ετούτη η απρόοπτη οπτασία τον είχε αφήσει εμβρόντητο και αμήχανο. Δε γνώριζε τι έπρεπε να κάνει, με τι τρόπο να αντιμετωπίσει την ανέλπιστη εκείνη παρουσία.
Τότε, ένα ειρωνικό χαμόγελο άστραψε στην όψη του βρυκολακιασμένου εφοπλιστή. Κάγχασε δυνατά, τρομακτικά, με αντίλαλο και κίνησε αργά προς τη γωνιά του δωματίου, όπου υπήρχε μια μεγάλη, αναπαυτική πολυθρόνα.
Κάθισε στην πολυθρόνα φαρδύς-πλατύς, με όλη του την άνεση, εντελώς φυσικά, σαν να ερχόταν να κάνει φιλική επίσκεψη, σαν να μην είχε η αιφνίδια παρουσία του μέσα στο δικηγορικό γραφείο τίποτε το παράξενο και αφύσικο.
Τη στιγμή εκείνη, άνοιξε η πόρτα και εισήλθε στον χώρο ένας πελάτης του δικηγόρου κυρίου Γκίκα. Ο βρυκόλακας έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της πόρτας και έγινε μεμιάς άφαντος.
Ο δικηγόρος κατέρρευσε στο κάθισμά του. Πήρε να τρίβει τα μάτια του, να αποσβέσει την αποκρουστική εικόνα.
Εν τω μεταξύ, τι να συνέβαινε άραγε εκείνον τον καιρό στο στοιχειωμένο μέγαρο;
Η Διαμαντούλα, η σύζυγος του καπετάν Μιχάλη του Καλύμνιου αφηγήθηκε στη χήρα του εφοπλιστή Δ. Παν… όλα όσα τρομερά και φοβερά είχε υποστεί. Μα, ο τρόμος ο καθολικός σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη το μέγαρο, βουλιάζοντάς το στην απελπισία και στην αγωνία, όταν αλλόκοτα φαινόμενα άρχισαν να ξεσπούν το μένος τους.
Η κυρία Παν…, όταν άκουσε έντρομη και σαστισμένη την αφήγηση της Διαμαντούλας, την όρκισε να κρατήσει μυστικό ό,τι είδε κι έζησε, αφενός για να μη δημοσιοποιηθεί και αποτελέσει αντικείμενο σχολίων και συζητήσεων το όνομα και η μνήμη του μακαρίτη και αφετέρου, για να μην τρομοκρατηθεί το υπηρετικό της προσωπικό.
Μα, τα περίεργα φαινόμενα που σημειώνονταν στην αρχή αραιά και κατόπιν επιμονότερα και συχνότερα, ενέσπειραν τον πανικό μεταξύ των υπηρετών, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να υποψιάζονται αορίστως από τον αιφνίδιο τρόμο που είχε κατακυριεύσει τη χήρα και την έμπιστη φίλη της, τη Διαμαντούλα, από τις παράξενες προφυλάξεις που λάμβαναν κάθε βράδυ και ιδίως, από την όλη στάση της κυρίας και των άλλων συγγενών και οικείων της οικογένειας του μακαρίτη εφοπλιστή.
Οι καθημερινές επισκέψεις στο νεκροταφείο, τα επαναλαμβανόμενα ευχέλαια και οι απανωτές λειτουργίες που προετοίμαζαν σχολαστικά, οι κρυφές συνεννοήσεις της χήρας με τη σύζυγο του καπετάν Μιχάλη, όλα αυτά ήταν πράγματα απίθανα και ακατανόητα, που τελικά δημιούργησαν μέσα στην έπαυλη μια ατμόσφαιρα τεταμένης μυστικοπάθειας.
Γιατί όλα αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν με τέτοια ένταση τις πρώτες μέρες μετά τον θάνατο του εφοπλιστή; Γιατί όλες αυτές οι συνεχείς φροντίδες για την ανάπαυση της ψυχής του ξεκίνησαν έτσι ξαφνικά, έπειτα από τόσες μέρες μετά την κηδεία του; Κανένας δεν είχε μια λογική εξήγηση να δώσει.
Καθεμιά από τις υπηρέτριες έδινε και τη δική της ερμηνεία στα αλλοπρόσαλλα φερσίματα της κυρίας. Όλες, όμως, ήταν σύμφωνες ότι όλα αυτά δε γίνονταν δίχως λόγο. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλά τι;
Τις ανησυχίες αυτές τις ενίσχυσε προ παντός η αδιάλλακτη επιμονή της Διαμαντούλας να συντροφεύεται απαραιτήτως από κάποιον, όταν πήγαινε τα βράδια στην κάμαρά της. Πάντοτε κρατούσε μια υπηρέτρια να της κάνει παρέα καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Μάλιστα, μια από αυτές τις υπηρέτριες παρατήρησε ένα βράδυ ότι το δωμάτιο της Διαμαντούλας ανέδιδε μια αφόρητη οσμή από σκόρδο. Έψαξε τριγύρω και ανακάλυψε ένα σωρό σκορδολούλουδα, πολλά από τα οποία πετάγονταν κάτω από το μαξιλάρι της.
-Μα τι τα θέλεις αυτά, κυρία Διαμαντούλα; Ζέχνει ο τόπος εδώ μέσα!
-Να, για τα μικρόβια… Διώχνει τα μικρόβια, μου έχουν πει.. Ναι, ναι, για τα μικρόβια. Κάνουν καλό, τραύλισε η γυναίκα του καπετάνιου, μασώντας τα λόγια της.
Εκείνη τη νύχτα, η δύστυχη υπηρέτρια δε σφάλισε βλέφαρο. Κάποια στιγμή της φάνηκε πως η βαριά ξύλινη πόρτα της κρεβατοκάμαρας έγινε διάφανη, σαν καμωμένη από γυαλί. Και από πίσω διέκρινε δυο πύρινα μάτια, που τη διαπερνούσαν όλη τη νύχτα, με μίσος, με κακία, με σατανική αγριάδα… Δυο πύρινα μάτια, που παραμόνευαν υπομονετικά, όπως παραμονεύει ο θηρευτής το θήραμά του…
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Εκείνο το μακρινό φθινόπωρο του 1931, οι άνθρωποι καθημερινά ανυπομονούσαν να ξημερώσει η επόμενη μέρα, για να διαβάσουν στις εφημερίδες τα νέα για το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν…, που είχε κατατρομάξει το πανελλήνιο.
Στην τέταρτη αυτή συνέχεια της τόσο πολύκροτης ιστορίας, θα ακούσουμε πράγματα θαυμαστά.
Δύο μέρες αργότερα, λοιπόν, η χήρα του εφοπλιστή έστειλε και φώναξε να έρθει πίσω στο μέγαρο η Διαμαντούλα, η σύζυγος του καπετάν Μιχάλη, που ήταν για χρόνια στη δούλεψη του Δ. Παν…
Στο μέγαρο, τις ημέρες που μεσολάβησαν, είχαν συμβεί πολλά και παράδοξα. Μυστηριώδεις κρότοι, μετακινήσεις επίπλων, αιωρήσεις αντικειμένων και ένα σωρό άλλα ανήκουστα φαινόμενα κατακερμάτιζαν την πρότερη ηρεμία της αρχοντικής έπαυλης.
Η χήρα παρακάλεσε τη Διαμαντούλα επιμόνως να παραμείνει για λίγο καιρό ακόμα στο σπίτι της, για να τη συντροφεύει και να της απαλύνει τον πόνο για τον χαμό του συζύγου της. Οι υπηρέτες της ήταν όλοι τρομοκρατημένοι και η ίδια αδυνατούσε να συγκρατήσει την ταραχή της. Είχε, συνεπώς, απόλυτη ανάγκη από τη συντροφιά της.
Τελικά, η γυναίκα του καπετάν Μιχάλη, παρά το σοκ που είχε υποστεί στο μέγαρο εκείνο το πνιγηρό, το στοιχειωμένο, αναλογίστηκε πως δεν μπορούσε να αρνηθεί στη χήρα. Ήταν τόσο υποχρεωμένη στην οικογένεια του εφοπλιστή και προ πάντων στην κυρία, που η καλοσύνη της ήταν ανεξάντλητη απέναντί της. Πώς θα μπορούσε να την αφήσει μονάχη της σε μια τέτοια δυστυχία, σε μια τέτοια συμφορά;
Ήθελε, δεν ήθελε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο μέγαρο του προστάτη της. Το βράδυ, όμως, ο τρόμος και η αγωνία της ήταν απερίγραπτη. Έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά της. Τα έμπλεκε, τα ξαναέμπλεκε, τα τραβούσε, τα τέντωνε, τα λύγιζε. Ήταν απολύτως σίγουρη πως το φάντασμα του μακαρίτη θα ερχόταν και πάλι να τη δει. Και η Διαμαντούλα δεν άντεχε ούτε στην ιδέα. Σε κάθε δυσοίωνη σκέψη της, έκανε ασυναίσθητα τον σταυρό της και προσευχόταν βουβά στην Παναγιά να της συμπαρασταθεί.
Πράγματι, δεν πέρασε πολλή ώρα και ο βρυκολακιασμένος εφοπλιστής ξάφνου άνοιξε διάπλατα την πόρτα στην κάμαρά της. Στο πρόσωπό του αυτή τη φορά, η έκφραση ήταν άγρια, αλύπητη, στυγνή. Ένας μορφασμός θλίψης, όμως, σύσπασε την ειδεχθή μορφή του. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και ένας βόρβορος ξεχύθηκε στον χώρο:
-Γιατί δεν έκανες ό,τι σου γύρεψα; Θέλεις να βασανίζομαι; Λησμόνησες όλες μου τις καλοσύνες;
-Θα το κάνω! Θα τα πω όλα αύριο το πρωί, δίχως άλλο! Φύγε τώρα, σε εξορκίζω…, του απάντησε με σβηστή φωνή η Διαμαντούλα και ίσα που πρόλαβε να σύρει το χέρι της, για να κάνει τον σταυρό της.
Ο βρυκόλακας βγήκε στον μακρύ διάδρομο της έπαυλης. Μια αλλόκοτη δύναμη την έλκυσε να πλησιάσει την πόρτα και να κρυφοκοιτάξει από το άνοιγμα, για να δει πού θα πήγαινε ο πεθαμένος.
Εκείνο που αντίκρισαν τα μάτια της, δεν το αντέχει άνθρωπος!
Είδε τον βρυκολακιασμένο να δίνει ένα σάλτο από το ανοιχτό παράθυρο–βαστούσε ακόμα καλοκαιρινός ο καιρός–και να γαντζώνεται από τον παραστάτη. Αγκιστρωμένος από τις προεξοχές του, πηδώντας εδώ κι εκεί, με ευκολία αφύσικη, υπερφυσική, κατέβαινε τον τοίχο στα τέσσερα, με το κεφάλι προς τα κάτω, γραπωμένος όπως οι σαύρες ή οι κατσαρίδες στις κάθετες επιφάνειες.
Η δύστυχη γυναίκα πού να κλείσει μάτι… Αφέθηκε ξέπνοη στο κρεβάτι της και τη συγκλόνιζαν ισχυροί σπασμοί. Το άλλο πρωί, φώναξε ιδιαιτέρως την κυρία και της τα εξομολογήθηκε όλα, με κάθε απαίσια λεπτομέρεια. Από τότε, άρχισαν οι συνεχείς δεήσεις και τα ευχέλαια στον τάφο του μακαρίτη, που αποτέλεσαν την αφορμή να διαρρεύσει το μυστικό τους.
Αλλά, ας πούμε εν τω μεταξύ δυο λόγια για τους βρυκόλακες, πώς τους φαντάζεται ο λαός, πώς τους περιγράφουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις, μα και οι αρίφνητες προσωπικές ιστορίες ανθρώπων παγκοσμίως, σε όλες τις εποχές.
Ο βρυκόλακας, λοιπόν, κατά γενική και ομόφωνη εκδοχή όλων των θρύλων, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα πνεύματα και τα φαινόμενα του Πνευματισμού, που τόσο ζωηρά είχαν απασχολήσει εκείνες τις δεκαετίες την Επιστήμη.
Κατά την εκδοχή αυτή, δε βρυκολακιάζουν παρά μόνο οι πεθαμένοι, που το σώμα τους παρέμεινε άλιωτο. Όταν ανοιχθεί την ημέρα ο τάφος, το σώμα τους θα βρεθεί μέσα στο φέρετρο άθικτο και ανέπαφο, σαν να ήταν ζωντανοί. Η σήψη δεν τους έχει θίξει. Τίποτε δεν έχει αλλοιώσει την όψη τους. Μοιάζουν σαν κέρινο ολόσωμο άγαλμα, που είναι έτοιμο να ανασηκωθεί, να ξαναζωντανέψει και να αναλάβει την τεράστια δύναμη του βρυκόλακα.
Αυτό δεν γίνεται παρά μονάχα τη νύχτα. Όταν ο τάφος του βρυκόλακα ανοιχθεί μετά τη δύση του ήλιου, το φέρετρό του θα φανεί αδειανό. Το πτώμα του θα έχει εξαφανιστεί, για να επιστρέψει και πάλι στη θέση του μόλις σκάσει το λαμπρό της χαμόγελο η ανατολή. Με τη βασιλεία του ήλιου στο στερέωμα, η βασιλεία του βρυκόλακα καταλύεται. Το στοιχείο μέσα στο οποίο ζει είναι το έρεβος της νύχτας.
Ο βρυκόλακας, συνεπώς, εμφανίζεται χειροπιαστός, ολοζώντανος, με σάρκα και οστά. Το σώμα του, όμως, δε ρίχνει σκιά πάνω στη γη. Δεν αντιφεγγίζεται σε καθρέφτες. Το βάδισμά του είναι βουβό και άηχο.
Κατά τη γενική πεποίθηση, ο βρυκόλακας είναι απέθαντος, δηλαδή δε φθείρεται με την πάροδο του χρόνου. Συνήθως οι εμφανίσεις του διαρκούν για σαράντα ημέρες. Αλλά μπορεί να ζει και αιωνίως, όταν θρέφεται με αίμα ανθρώπινο. Έτσι, περιφέρεται τις νύχτες σε αναζήτηση θυμάτων, με το αίμα των οποίων παρατείνει τη μιαρή του ύπαρξη.
Σε πολλούς λαϊκούς θρύλους γίνεται λόγος για νεαρές γυναίκες, που βρίσκονταν νεκρές, αδειανές από αίμα, με δυο μικρά σημαδάκια στον λαιμό τους, σαν μικρούτσικες πληγές καρφίτσας.
Πιστευόταν ευρέως πως ο βρυκόλακας έχει τη δύναμη πολλών ανθρώπων μαζί, μεταβάλλεται συχνά σε αέρα, προκαλεί ομίχλη, παρασύρει τα άγρια θηρία και τα χρησιμοποιεί ως συμμάχους του, μπορεί να περάσει μέσα από το νερό την ώρα της παλίρροιας, είναι ισχυρός, πονηρός και επικίνδυνος.
Ο βρυκόλακας μπορεί να εισέρχεται μέσα σ’ έναν κλειστό χώρο χρησιμοποιώντας το σεληνόφως, εν είδει περιστρεφόμενης σκόνης κι έτσι, μπορεί να περνά μέσα από χαραμάδες, να μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, να διαπερνά τη φωτιά και να βλέπει ολοκάθαρα μέσα στο κατασκόταδο.
Υπάρχουν, όμως, πράγματα, τα οποία τον απομακρύνουν, όπως ο απήγανος και η άγρια ροδοδάφνη, αλλά και ο σταυρός και κάθε τι άλλο που προέρχεται από τον ιερό χώρο μιας εκκλησίας. Για να πάψει ένας βρυκόλακας να υφίσταται, πρέπει να αποκοπεί η κεφαλή από το σώμα του και να καρφωθεί μια σφήνα στην καρδιά του.
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το 1931, οι ελληνικές εφημερίδες έγραφαν ασταμάτητα για το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν…, ο οποίος, σύμφωνα με ένα σωρό μαρτυρίες, είχε βρυκολακιάσει μετά τον θάνατό του.
Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λοιπόν, η φρικιαστική ιστορία των εμφανίσεων του βρυκόλακα είχε εξαπλωθεί σαν βαριά δυσοσμία σε όλη τη συνοικία, στην οποία έμενε η οικογένεια του καπετάν Μιχάλη του Καλύμνιου, ο οποίος ήταν για χρόνια στη δούλεψη του εφοπλιστή.
Η οικογένεια του καπετάνιου αποτελούνταν από τον ίδιο, τη γυναίκα του και την κόρη του. Η γυναίκα του, η Διαμαντούλα, μετά τον θάνατο του εφοπλιστή, είχε εξαφανιστεί για καιρό από το σπίτι της.
Όταν επέστρεψε, η γειτονιά πληροφορήθηκε ότι κρατούσε συντροφιά στη χήρα και στους οικείους του μακαρίτη, οι οποίοι ήταν κατατρομαγμένοι, διαλυμένοι και καταρρακωμένοι, από κάποια ανατριχιαστικά και μυστηριώδη φαινόμενα, που είχαν ενσπείρει αποτροπιασμό και φρικίαση στην οικογένεια του αποθανόντος εφοπλιστή, αλλά και σε ολόκληρο το υπηρετικό προσωπικό του μεγάρου του.
Η Διαμαντούλα, όταν επέστρεψε πίσω στο σπιτικό της, φαινόταν αλλαγμένη. Ήταν διαρκώς ανήσυχη και φοβισμένη. Το βλέμμα της θολό, η κρίση της σκιώδης και το κορμί της σειόταν από ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο. Τα λόγια της λιγοστά και τα παλιά της χαμόγελα εξαφανισμένα.
Οι γείτονες την έβλεπαν να καταγίνεται συνεχώς με κάτι περίεργους εξορκισμούς, σαν να πάσχιζε να απομακρύνει διακαώς από το σπίτι της αόρατους εχθρούς, άρατα δαιμόνια και φοβερά φαντάσματα που την κατέτρεχαν και την κυνηγούσαν ολημερίς και ολονυχτίς.
Στην αρχή, είχε αποφασίσει να μην πει σε κανέναν τίποτε. Και πράγματι, οι μέρες περνούσαν και εκείνη πνιγόταν στη σιωπή. Μα, κάποτε τα εξομολογήθηκε όλα, ίσως από ανάγκη να ανακουφιστεί και να ελαφρώσει την ψυχή της από το βάρος του ασήκωτου εκείνου μυστικού, που ήταν ζοφερό και ακατανόητο συνάμα.
Σε εκείνες τις παλιές γειτονιές της Αθήνας, η μυστικότητα, η ιδιωτικότητα και η εχεμύθεια ήταν λέξεις άγνωστες. Ό,τι μάθαινε κανείς, το ταξίδευε ταχιά από αυλή σε αυλή, από περβάζι σε περβάζι, από σοκάκι σε σοκάκι. Το ανασήκωνε ο αγέρας και το κλωθογύριζε από στόμα σε στόμα, από έκπληξη σε έκπληξη και από τρόμο σε τρόμο. Σε λίγο, το βαρύ μυστικό είχε κοινολογηθεί σε όλη τη συνοικία. Είχε εκραγεί πάνω από τα σπίτια τα ταπεινά και είχε σκορπίσει τις μαύρες στάχτες του ολοτρόγυρα.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, την οργή της οικογένειας του εφοπλιστή, η οποία προσπάθησε πάση θυσία να παραμείνει το πράγμα κρυφό. Μάλιστα, η κυρία Παν…, θεωρώντας τη σύζυγό του καπετάν Μιχάλη ως την υπεύθυνη για τη διάδοση του μυστικού, διέκοψε κάθε σχέση μαζί της και της απαγόρευσε να ξαναπατήσει στο μέγαρό της.
Κατόπιν τούτου, η Διαμαντούλα έγινε περισσότερο επιφυλακτική και ελπίζοντας με τη σιωπή της να εξευμενίσει την οικογένεια του προστάτη της, αρνήθηκε να επιβεβαιώσει, αλλά και να διαψεύσει, όλα όσα είχε διηγηθεί στα φιλικά της πρόσωπα.
Τι είχε αφηγηθεί, λοιπόν, η Διαμαντούλα; Τι είχε δει στο σπίτι του εφοπλιστή, για τον οποίο δούλευε τόσα χρόνια ο καπετάνιος σύζυγός της;
Ιδού τι πληροφορήθηκαν σχετικώς, μετά από επίμονη έρευνα, που πραγματοποίησαν οι δημοσιογράφοι μεταξύ των κατοίκων της συνοικίας.
Δεν είχαν περάσει παρά μόνο δυο-τρεις μέρες από τον αιφνίδιο θάνατο του εφοπλιστή. Η Διαμαντούλα έμενε ακόμη στο μέγαρό του, κρατώντας συντροφιά στη θλιμμένη χήρα του.
Ένα βράδυ, ωστόσο, όταν πήγε στο δωμάτιό της και άρχισε να ξεντύνεται για να κοιμηθεί, άκουσε απ’ έξω, ψηλά στον αέρα, κάτι που έμοιαζε σαν δυνατά χτυπήματα φτερών. Πλησίασε παραξενεμένη στο παράθυρο, ύψωσε τα μάτια της προς τα πάνω, αλλά δεν κατόρθωσε να διακρίνει το παραμικρό.
Σε λίγο, όμως, ένας κοφτός θόρυβος που ακούστηκε, την έκανε να προσέξει προς τον κήπο. Διέκρινε τότε κάτι που την έκανε να πεταχτεί κεραυνοβολημένη. Ήταν άραγε άνθρωπος εκείνο που περπατούσε με τα τέσσερα, όπως τα ζώα; Το σκοτάδι ήταν πηχτό και δεν έβλεπε καλά. Το αλλόκοτο τέρας, όπως της φάνηκε, σύρθηκε προς το σπίτι και πήδησε μέσα από ένα παράθυρο που είχε απομείνει μισάνοιχτο, αφήνοντας έναν πένθιμο γρυλισμό.
Η Διαμαντούλα ένιωσε ένα αστραπιαίο σύγκρυο να την διαπερνά ως το μεδούλι. “Χριστέ και Παναγιά!” συλλογίστηκε. Τι ήταν εκείνο που είδε; Ήταν αλήθεια ή μήπως ήταν της φαντασίας της; Ήταν στα συγκαλά της ή σάμπως είχε τρελαθεί;
Όταν συνήλθε κάπως από την ταραχή της, έκανε τον σταυρό της και το πήρε απόφαση να πέσει για ύπνο. Ξαφνικά, όμως, της ήρθε μια άλλη ιδέα. Μήπως εκείνος που μπήκε στο μέγαρο ήταν κάποιος κλέφτης; Θα έπρεπε οπωσδήποτε να ειδοποιήσει τους υπηρέτες.
Αμέσως ανέκτησε το θάρρος της και κίνησε για να ανοίξει την πόρτα. Αλλά δεν είχε προλάβει να δρασκελίσει μόλις δυο βήματα και ενώ βρισκόταν ακόμα στη μέση της κάμαρας, η πόρτα που πήγαινε να ανοίξει, άνοιξε τελικά από μόνη της!
Στη μισάνοιχτη πόρτα στεκόταν ολόρθος και την κοίταζε ο πεθαμένος εφοπλιστής.
-Μη φοβάσαι! Δεν ήρθα να σου κάνω κακό, της είπε.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, που τα είχε σφαλίσει προηγουμένως για να μη βλέπει την αποκρουστική οπτασία και τον μισοκοίταξε φοβισμένη. Πόσο είχε αλλάξει…
Το πρόσωπό του δεν είχε τη γλυκύτητα που είχε άλλοτε. Η όψη του δεν ήταν πλέον συμπαθής, όπως τη γνώριζε. Δεν έλαμπε στα μάτια του η καλοσύνη. Διατηρούσε ακόμη τα αβρά του χαρακτηριστικά, αλλά είχε κάτι το σατανικό, μια έκφραση σκληρότητας και κακίας. Τότε, της ξαναμίλησε:
-Μη φοβάσαι! Ήρθα σε σένα, για να μην τρομάξω τους δικούς μου. Πρέπει να με σώσεις. Άκουσε καλά τι θα σου πω…
Καθώς της απευθυνόταν, τα δόντια του έτριζαν, όπως του σκυλού πριν γρυλίσει. Η Διαμαντούλα αισθάνθηκε τις αντοχές της να την εγκαταλείπουν. Οπισθοχώρησε λίγο και με κόπο κατόρθωσε να κρατηθεί από τα σίδερα του κρεβατιού, γιατί ένιωθε να σβήνει, πως θα σωριαζόταν κατάχαμα ξερή.
Τότε, ο βρυκόλακας μαλάκωσε λιγάκι τη φωνή του, που πρωτύτερα σφύριζε σαν του φαρμακερού φιδιού. Έγειρε προς τη μεριά της και της είπε:
-Πες στους δικούς μου να κάνουν ό,τι μπορούν για τη σωτηρία της ψυχής μου! Ακούς;
Η γυναίκα του καπετάνιου δε βάσταξε άλλο το θέαμα. Έβγαλε μια τρομερή κραυγή και έπεσε στο πάτωμα.
Όταν τελικά συνήλθε, βρισκόταν στο κρεβάτι της. Οι υπηρέτες, που είχαν εν τω μεταξύ ακούσει τα ουρλιαχτά της, έτρεξαν να τη σηκώσουν. Τη ρώτησαν τι της είχε συμβεί, μα εκείνη δεν ξεστόμισε κουβέντα. Τι να έλεγε δηλαδή; Ποιος θα την πίστευε τη δόλια;
Το άλλο πρωί, αποχαιρέτησε βιαστικά την οικοδέσποινα και με κάποια πρόχειρη πρόφαση, εγκατέλειψε το μέγαρο του βρυκολακιασμένου εφοπλιστή και έτρεξε γρήγορα στο σπιτικό της.
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap
Το φθινόπωρο του 1931, το φάντασμα του εφοπλιστή Δ. Παν… είχε αναστατώσει την αθηναϊκή συνοικία γύρω από το Πρώτο Νεκροταφείο. Και όχι μόνο!
Είχαν δει τον βρυκολακιασμένο νεκρό ακόμη και άνθρωποι που δούλευαν στα καράβια του, όπως ο καπετάν Μιχάλης.
Σημειωτέον πως τούτος ο καπετάνιος ήταν ένας ατρόμητος και κοσμογυρισμένος θαλασσινός. Μέτριο ανάστημα, σφιχτοδεμένο σώμα, ευρύ στέρνο, ζωηρό και ειλικρινές βλέμμα, αδρά ηλιοκαμένη μορφή. Σωστός θαλασσόλυκος. Θετικός, ολιγόλογος, μετρημένος, με ασφαλή κρίση και απέραντη πείρα. Πνεύμα πρακτικό, που δεν άφηνε να επηρεαστεί από φαντασιοπληξίες.
Δεν υπήρχε θάλασσα που να μην την ταξίδεψε και κάβος που να μην έδεσε. Ο εφοπλιστής Δ. Παν… έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και θαυμασμό γι’ αυτόν. Τον είχε στην υπηρεσία του χρόνια. Ο δεσμός που τους ένωνε ήταν δεσμός φιλικός. Κάτι περισσότερο, μάλιστα. Σχεδόν οικογενειακός.
Η οικογένεια του εφοπλιστή τον θεωρούσε άνθρωπο δικό της, της απολύτου εμπιστοσύνης της. Η γυναίκα του καπετάν Μιχάλη, η Διαμαντούλα, βρισκόταν μέρα και νύχτα στο σπίτι του εφοπλιστή. Η κυρία Παν…, άλλωστε, αγαπούσε τη Διαμαντούλα και την προστάτευε με στοργή. Αυτή παραβρέθηκε στις στερνές στιγμές του εφοπλιστή και παραστάθηκε στη χήρα του. Όταν ο προστάτης τους πέθανε, ο καπετάν Μιχάλης και η Διαμαντούλα τον έκλαψαν σαν πατέρα.
Ιδού, λοιπόν, τι αφηγήθηκε ο ατρόμητος ετούτος καπετάνιος:
“Γύρισα όλες τις θάλασσες, αντίκρισα του κόσμου τους κινδύνους και δε φοβήθηκα ποτέ. Ένας άνθρωπος, σαν και εμένα, που χρόνια και χρόνια παλεύει με τα κύματα, συνηθίζει πια στα δεινά και η ιδέα του κινδύνου δεν τον καταβάλει. Τι τα θες, όμως… Καμιά φορά, είναι μερικά πράγματα που σε κάνουν να λυγίζεις…
Άκουσα κι εγώ να λένε πως ο μακαρίτης είχε βρυκολακιάσει. Αλλά δεν έδωσα πίστη στις διαδόσεις. Γυναικοκουβέντες, είπα. Φλυαρίες του κοσμάκη που δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει. Όταν μου μιλούσαν γι’ αυτό, γελούσα και τους χλεύαζα. “Γυναίκες είστε”, τους έλεγα, “και πιστεύετε σε φαντάσματα; Βρυκόλακες στον εικοστό αιώνα; Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην εποχή μας; Μονάχα οι γυναίκες τα πιστεύουν ακόμα και μόνο οι χασομέρηδες κάθονται και συζητούν γι’ αυτά”.
Μα, σε λίγο, ήθελα-δεν ήθελα, αναγκάστηκα να ασχοληθώ σοβαρότερα με τις διαδόσεις τούτες, καθώς αυτή τη φορά, οι ίδιοι οι ναύτες μου ήταν που έβλεπαν τον βρυκόλακα!
Στο πλοίο μου είχε αρχίσει από μέρες να παρατηρείται κάποια ανησυχία. Οι ναύτες μου ήταν πολυταξιδεμένοι, έμπειροι, συνετοί, ζυμωμένοι στην αγωνία και σφυρηλατημένοι στα ζόρια των θαλασσών. Δε λιγοψυχούσαν εύκολα. Είχα σαλπάρει πολλές φορές μαζί τους.
Όλο μου το πλήρωμα φαινόταν τρομαγμένο. Τους ρωτούσα να μάθω τι συνέβαινε. Έκαναν τον σταυρό τους και δεν απαντούσαν τίποτε. Αναγκαστήκαμε να τιμωρήσουμε έναν από αυτούς, για να τους υποχρεώσουμε να μιλήσουν. Σε λίγο, άρχισε να βασιλεύει στο καράβι ένας αληθινός πανικός, σαν ρουφήχτρα κάτω από τα πόδια ενός λουόμενου.
Έβαλα τα δυνατά μου για να τους ησυχάσω. Στην αρχή, τους πήρα με το άγριο: “Θαλασσινοί είστε εσείς, μωρέ; Ντροπιάζετε το όνομα! Δεν πάτε καλύτερα να βάλετε φουστάνια;”
Είδα, όμως, ότι δε γινόταν τίποτα. Τότε, τους πήρα με το καλό. Προσπάθησα να τους πείσω πως ήταν η ιδέα τους. Πως, δηλαδή, είχαν ακούσει να μιλούν για τις διαδόσεις και ο φόβος είχε επιδράσει στη φαντασία τους. Αυτοί, όμως, επέμεναν και μου έλεγαν: “Ο βρυκόλακας είναι στο καράβι, καπετάνιε! Τον είδαμε με τα μάτια μας!”
Μάλιστα, οι πρώτοι που μου ανέφεραν συγκεκριμένα πράγματα ήταν ο Γιώργης, ο καμαρότος της Α’ Θέσης και ο μάγειρας του πλοίου.
Έπειτα, ο καμαρότος της Β’ Θέσης, ο οποίος ήρθε μια νύχτα στην καμπίνα μου, με ξύπνησε κατατρομαγμένος και μου ψέλλισε με φωνή λαχανιασμένη:
“Τον είδα! Είναι κάτω στο σαλόνι. Ήρθε από πίσω μου και με χτύπησε στην πλάτη. Πετάχτηκα σαν ελατήριο από τον τρόμο μου. Όλα αυτά είχαν γίνει εντελώς αθόρυβα, χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος. Απέναντί μας ήταν ο καθρέφτης. Τότε, παρατήρησα με φρίκη πως η σιλουέτα του δε διαφαινόταν καθόλου στον καθρέφτη, λες και ήταν αέρας. Έσκουξα γοερά, σαν να με έσφαζαν. Ο βρυκόλακας όρμησε να με αρπάξει απ’ τον λαιμό. Αλλά, ευτυχώς, πρόφτασα και οπισθοχώρησα. Έτσι, τα χέρια του δεν τυλίχτηκαν γύρω από τον σβέρκο μου, αλλά ίσα που άγγιξε το κορδόνι του φυλακτού μου. Τότε, έχασα τις αισθήσεις μου. Δεν ξέρω τι απέγινε έπειτα. Όταν συνήλθα, είχε γίνει άφαντος…”
Ο επόμενος που μου μίλησε για τον βρυκολακιάσμενο ήταν ο Ναύκληρος. Ένα βράδυ, ενώ ήμουν στη γέφυρα του καραβιού, άκουσα ξαφνικά θόρυβο και γρήγορες πατημασιές και τον είδα να ανεβαίνει τρεχάτος στο κατάστρωμα, αλαφιασμένος, παρανοϊκός. Ήταν τόσο χλομός, λες και η ζωή είχε γλιστρήσει από μέσα του. Μου ψιθύρισε στ’ αυτί, ενώ τα δόντια του κροτάλιζαν από την τρομάρα και η φωνή του τραύλιζε:
“Είναι εδώ, καπετάνιε! Τον είδα, τον αντίκρισα! Τον είδα, σου λέω! Πίστεψέ με! Τα μάτια του με κάρφωσαν στη θέση μου, η ανάσα του ζέχνει οχετό και σαπίλα. Ήταν όρθιος στην πλώρη και κοιτούσε κατά το πέλαγος. Η καρδιά μου σταμάτησε από τον τρόμο. Έσυρα το μαχαίρι μου και του κατάφερα μια γερή μαχαιριά, μα η λεπίδα δε συνάντησε ούτε σάρκες ούτε κόκαλα, παρά τον αέρα, τον κούφιο αέρα, καπετάνιε!”
Καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά, είχε τραβήξει το πλατύ μαχαίρι του ασυνείδητα και χειρονομούσε σπασμωδικά. Ένιωσα τον πανικό και την απελπισία του. Δεν του είπα τίποτα. Βουβάθηκα. Τότε, φώναξα τον Δεύτερο Πλοίαρχο και του γύρεψα να τον συνοδέψει στην καμπίνα του και να τον βάλει να κοιμηθεί.
Η κατάσταση αυτή είχε αρχίσει να με ανησυχεί ιδιαιτέρως, αλλά, εν τούτοις, συνέχιζα να πιστεύω πως οφειλόταν σε μια ομαδική υποβολή, γέννημα ενός γνήσιου τρόμου, προερχόμενου από φήμες ζωηρές. Δεν μπορούσα να αποδεχτώ σε καμία περίπτωση πως υπάρχουν βρυκόλακες, οι οποίοι, μάλιστα, κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας.
Μικρό παιδί ακόμα, είχε τύχει να πάω νύχτα στο νεκροταφείο και ποτέ μου δε σκιάχτηκα. Ήξερα πως οι ζωντανοί είναι με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Τελεία και παύλα! Δε γνώρισα φόβο παρά μία και μόνη φορά και αυτή ήταν τότε που είδα ο ίδιος, με τα μάτια μου, τον μακαρίτη Δ. Παν…
Ήταν νύχτα. Ο καιρός σκοτεινός και ανταριασμένος. Η θάλασσα έβραζε. Τα κύματα έφταναν ως τις κουπαστές και συχνά-πυκνά το κατάστρωμα πλενόταν ολάκερο. Άλλοτε, πάλι, τα κύματα έσκαγαν έως επάνω, στη γέφυρα. Το σκαρί γερό, αλλά κλυδωνιζόταν πέρα-δώθε.
Το βράδυ αυτό φοβήθηκα να αφήσω τον Δεύτερο ή τον Τρίτο Καπετάνιο στο πηδάλιο. Όχι γιατί τα παιδιά δεν ήξεραν, αλλά γιατί εκείνη η φουρτούνα ήταν διαολεμένη. Το τιμόνι δε λάσκαρε απ’ τα χέρια μου όλη τη νύχτα. Μόλις πέρασαν τα μεσάνυχτα, το σκοτάδι πύκνωσε και ο αγέρας δυνάμωσε απότομα. Είχαμε μαζί μας ανασφάλιστο εμπόρευμα και έπρεπε να μεριμνήσω.
Όταν πλησιάζαμε πια στο Κάβο Ντόρο, κινδυνέψαμε να αφανιστούμε. Για να μην πέσουμε πάνω σε ξέρες, διέταξα τον τιμονιέρη, ένα σκυλί πραγματικό, να βάλει αριστερά το τιμόνι. Εκεί που του έδινα με το χωνί τη διαταγή, άκουσα μια φωνή, που λες και αναδυόταν από τα βάθη:
“Αριστερότερα, καπετάν Μιχάλη, αριστερότερα! Θα πέσουμε στις ξέρες και θα μας ρίξει η θάλασσα έξω!”
Βλαστήμησα μια βαριά βλαστήμια για την αυθάδεια αυτή. Εμένα που μ’ έφαγε η αλμύρα της θάλασσας, που τόσες φορές πέρασα, και με χειρότερους καιρούς, από αυτά τα νερά, να βρίσκεται άνθρωπος του καραβιού να με ορμηνέψει! Νόμισα πως ήταν ο Δεύτερος Καπετάνιος. Γύρισα να τον διαολοστείλω, αλλά έμεινα απολιθωμένος.
Εκεί, στις κουπαστές, στεκόταν ένας άνθρωπος, μια αλλόκοτη σκιά, που έμοιαζε με τον μακαρίτη. Τα μάτια του, βαθουλωμένα, πετούσαν σπίθες. Με κοίταζαν αγριεμένα, όπως κοίταζαν κάθε φορά που έβλεπαν κάποιον να κάνει κάτι αστόχαστο, καμιά ανοησία.
Τα ‘χασα. Μου έφυγαν τα γυαλιά από τα χέρια. Οι τρίχες του κεφαλιού μου ανασηκώθηκαν. Ένα ρίγος με διαπέρασε από το κεφάλι έως τα πόδια. Τα γόνατά μου λύθηκαν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνος έμενε εκεί ασάλευτος, σαν να είχαμε την καλύτερη μπουνάτσα και με κάρφωνε κατάματα.
Κάτι γέλια μεγάλα, σαρδόνια, σαν να με κορόιδευαν, πλατάγισαν μέσα στο σκοτάδι, που με έκαναν να χάσω εντελώς τα λογικά μου. Μα τω Θεώ, σας λέω, κόντεψα να τρελαθώ μέσα σε μια στιγμή μονάχα. Την καρδιά μου την άκουγα να χτυπά τόσο δυνατά, λες και λειτουργούσε έξω από το στήθος μου. Τα μηλίγγια μου δονούνταν σαν να είχα 41 βαθμούς πυρετό. Στηρίχτηκα πάνω στην καφασωτή γέφυρα, για να μη σωριαστώ καταγής.
Σε μια απόκοσμη στιγμή, είδα τη φοβερή σκιά να ορμάει καταπάνω μου, έτοιμη να μου ριχτεί. Δεν ξέρω πώς κατόρθωσα να κάνω τον σταυρό μου. Μια στριγκιά κραυγή εξαπολύθηκε, σαν συριγμός φιδιού. Ένας συριγμός επιθετικός, νοσηρός και απελπισμένος. Κατόπιν, η σκιά εξατμίστηκε και την πήρε ο άνεμος που λυσσομανούσε.
Δεν ξέρω πόση ώρα έκανα να συνέλθω. Ήμουν σίγουρος πως είχα χάσει τα μυαλά μου. Μόλις κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, φώναξα επάνω στη γέφυρα έναν γέρο ναυτικό που είχαμε στο πλοίο, τον γέρο-Θωμά τον Ντάουλα.
Του τα είπα όλα μονορουφηξιά. Τότε, ο γέροντας πήγε κι έφερε ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, με σκουρόχρωμη κεράτινη λαβή, σαν αυτά που συνηθίζουν να βαστούν οι Κρητικοί και το κάρφωσε πλάι μου. Είπε και κάτι λόγια, σαν ξόρκια μου ακούστηκαν ή σαν προσευχή. Δεν ξέρω… Δεν μπορούσα ακόμη να συνέλθω. Μα, ήμουν βέβαιος για ό,τι είδα. Βέβαιος και τρομοκρατημένος…
Τότε, θυμήθηκα τη μάνα μου, που μου έλεγε να μη βλαστημώ ποτέ τα θεία. Αλλά η ώρα η κακιά τα φέρνει όλα ανάποδα καμιά φορά…”
Πηγή: https://strangepress.gr
Βρείτε μας και εδώ : https://twitter.com/Paranormap