Πρόσφατα έγινε παρουσίαση των σχεδίων του ελληνικής σχεδίασης τυφεκίου ΑΟΡ. Μια κίνηση που συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό τόσο από τον ειδικό τύπο όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Και λογικό, είναι πολλοί οι συμπατριώτες μας που αγωνιούν βλέποντας την κατάρρευση της ισορροπίας δυνάμεων με την Τουρκία. Συνοδεύτηκε επίσης και με τη σχετική εθνική υπερηφάνεια.
Σκοπός του άρθρου δεν είναι η άσκηση κριτικής στο σχέδιο, το οποίο άλλοι είναι πιο κατάλληλοι να κάνουν, και ούτε φυσικά στους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν τον προσωπικό τους χρόνο, που ήταν χρόνος μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, για αυτή την αξιοθαύμαστη προσπάθεια που θα πρέπει να είναι παράδειγμα προς μίμηση, αλλά να βρεθεί αντιμέτωπο σε κάποιες προκαταλήψεις και μύθους που πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα και να τους προσπεράσουμε ώστε να προοδεύσουμε σαν κοινωνία…
Ποιος δεν θέλει την Ελληνική βιομηχανία; ποιος της βάζει εμπόδια; Μα φυσικά εμείς οι ίδιοι. Να είστε σίγουροι ότι ούτε η Μέρκελ, ούτε ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Νετανιάχου ή οποιοσδήποτε άλλος έχασε τον ύπνο του με την προοπτική να κατασκευαστούν 100.000 τυφέκια στην Ελλάδα. Οι πιθανότητες είναι ότι το ΑΟΡ δεν θα μπει ποτέ στην παραγωγή, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών του.
Ένα πρώτο εμπόδιο είναι η νομοθεσία που δεν επιτρέπει την παραγωγή του από ιδιώτες. Μία περίεργη νομοθεσία, ειδικά για μια χώρα στην ΕΕ που αρέσκεται να λέει ότι είναι μέρος του καπιταλιστικού κόσμου…
Αλλά, αν εμφανιστεί ένας επενδυτής και δηλώσει ότι έχει διαθέσιμα κάποια εκατομμύρια ευρώ για να επενδύσει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής φορητού οπλισμού και θα προσλάβει 200 άτομα, τότε μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι η νομοθεσία θα “εναρμονιστεί”. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ένας τέτοιος επενδυτής…
Επίσης δεν έχει παρουσιαστεί κάποιο business plan για να γνωρίζουμε ποια επένδυση είναι απαραίτητη για την παραγωγή του, και πόσα τυφέκια χρειάζεται να παραχθούν για να γίνει απόσβεση και να έχει κέρδος το πρότζεκτ. Γιατί τώρα οι συντελεστές επενδύουν τον προσωπικό τους χρόνο και τα δικά τους χρήματα, αλλά αν μπει στην παραγωγή θα πρέπει να πληρωθούν οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές. Και μετά το τέλος της παραγωγής η εταιρία θα πρέπει να έχει κάποια κέρδη για να μπορεί να επενδύσει και να συνεχίσει με άλλα προϊόντα (πχ πιστόλι) και να μην κλείσει. Κάποια στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε άρθρο του ειδικού τύπου ήταν εμφανώς εκτός πραγματικότητας, κάτι που μάλλον κακό έκανε στο εγχείρημα. Προφανώς, αν πρέπει να κατασκευαστούν περισσότερα τυφέκια από όσα μπορούν ρεαλιστικά να πωληθούν τότε δεν θα φέρει ποτέ κέρδος. Αυτό που δημοσιοποιήθηκε είναι μόνο ότι υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής και ότι μπορεί αυτό να γίνει στις εγκαταστάσεις των ΕΑΣ, το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί γιατί εκεί έχουν ήδη κατασκευαστεί τα όπλα της οικογένειας G3. Κάπου όμως εδώ αρχίζει να μπλέκει η ιστορία, όπως γίνεται με τις προβληματικές εταιρείες του δημοσίου.
Έστω ότι έχει βρεθεί ο επενδυτής με το μεράκι και την οικονομική επιφάνεια να παράξει το όπλο, στο business plan του θα πρέπει να κάνει μια εκτίμηση πόσες πωλήσεις θα έχει, πότε και σε ποιόν. Λογικά η πρώτη πόρτα που θα χτυπήσει θα είναι των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, και η πιο πιθανή απάντηση που θα λάμβανε είναι η εξής;
“Αγαπητέ μου κύριε, είμαστε ενθουσιασμένοι που κρατάμε στα χέρια μας ένα ελληνικό τυφέκιο και είμαστε περήφανοι για το κατόρθωμα σας. Δυστυχώς… πρώτα θα πολεμήσει η αεροπορία και το ναυτικό, μετά τα βαρέα όπλα και στο τέλος, όταν εμπλακεί ο τυφεκιοφόρος θα έχουν κριθεί τα πάντα… Ο προϋπολογισμός είναι περιορισμένος και η προτεραιότητα αντικατάστασης του φορητού οπλισμού δεν είναι επείγουσα και πιεστική ανάγκη. Έχουμε ακόμα στις αποθήκες G3 και FN αχρησιμοποίητα και όλμους βετεράνους της Ιβο Τζίμα.” Αυτή την απάντηση θα έδινε τουλάχιστον ο υπογράφον.
Ο σκεπτικός αναγνώστης θα ρωτήσει και δικαίως, “για να αγοράσουμε τα Tavor, έχουμε λεφτά, και για τα Ελληνικά ΑΟΡ δεν έχουμε; Τι απατεωνιά κρύβεται; Επειδή δεν θα έχει μίζα; (θα συμπλήρωνε και ο πιο πονηρός της παρέας)” το οποίο είναι λογικό, αλλά έχει την απάντηση του, η οποία δεν έχει σχέση με θεωρίες συνωμοσίας και υπόγειες πληρωμές (απαραίτητα).
Ο σημαντικός παράγοντας είναι τα ΕΑΣ. Στο τέλος του 2018 τα ΕΑΣ είχανε συνολικό χρέος 1,5 δις ευρώ και χρηματοδοτήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο με κάτι παραπάνω από 20 εκ ευρώ το έτος. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, οι ζημιές των ΕΑΣ είναι το κόστος 20 F-35, και τα 20 εκ χρηματοδότηση του 2018 μάλλον θα είναι περισσότερα για το 2019, 2020, και 2021 και… χωρίς προοπτικές βελτίωσης. Η χρηματοδότηση των ΕΑΣ τα τελευταία τέσσερα χρόνια μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το πρόγραμμα νέων τορπιλών…
Το Ελληνικό Δημόσιο την αιμορραγία των ΕΑΣ θέλει να σταματήσει και όχι να αγοράσει τυφέκιο. Ο συλλογισμός είναι απλός. “Σήμερα δίνουμε 20+ εκ το έτος στα ΕΑΣ και αν δεν αλλάξει κάτι θα τα δίνουμε στο διηνεκές. Αν αναλάβει κάποιος επενδυτής, τα ΕΑΣ φύγουν από την πλάτη μας και συνεχίζουμε να πληρώνουμε 20 εκ το χρόνο για την αντικατάσταση τυφεκίου (που είναι το τυράκι και η προίκα που θα προσφέρουμε στον επενδυτή) για τα επόμενα δέκα χρόνια μόνο, κερδισμένοι είμαστε. Τα ίδια λεφτά θα δίνουμε τα επόμενα δέκα χρόνια έτσι και αλλιώς, μόνο που θα έχουμε νέο τυφέκιο! Και μετά τέλος, ξεμπερδέψαμε.¨
Αν βρεθεί επενδυτής να αναλάβει τα ΕΑΣ, τότε το μόνο αναγκαίο χαρακτηριστικό του όπλου θα είναι να μην είναι χειρότερο του υπάρχοντος G3, του δώσαμε τα κλειδιά και καλή τύχη…
Προφανώς αυτό είναι μεν το πιο πιθανό σενάριο (δεν υπάρχουν πολλές εναλλακτικές δεδομένων των συνθηκών) αλλά δεν είναι και κάτι το οποίο μας τιμά ιδιαιτέρως σαν χώρα. Είναι μια λύση αλλά και μια ευκαιρία να αναλογιστούμε τα λάθη μας και να τα αποφύγουμε στο μέλλον. Το ότι αυτή τη φορά το σχέδιο του τυφεκίου δεν θα είναι ελληνικό δεν είναι καταστροφή, εξάλλου πρόκειται για παραλλαγή όπλου που η πατέντα του έχει λήξει… Καταστροφή είναι να επαναλαμβάνονται συνέχεια τα ίδια λάθη.
Τι έφταιξε; τι μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Γιατί δεν μπόρεσε το G3 να εξαχθεί και να βρεθεί μια βιώσιμη συνέχεια στην εταιρία; Είναι βιώσιμο ο μοναδικός πελάτης να είναι ο ΕΣ; Τι να κάνουμε την επόμενη φορά; Τι κάνουν οι άλλες χώρες;
Η ιστορία έχει δείξει ότι ακόμα και μεγάλες βιομηχανίες με παράδοση στα οπλικά συστήματα έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα με τον σχεδιασμό τυφεκίων, την εξέλιξη και παραγωγή τους. Τα Μ16 στο Βιετνάμ ήταν μια αποτυχία, τα SA80 παίδεψαν τους Βρετανούς για πάνω από μια δεκαετία, τα G36 των Γερμανών σήκωσαν πολλές συζητήσεις όταν πήγαν στον πόλεμο… Συνεπώς δεν είναι εύκολο. Ιδανικά χρειάζεται να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των τεχνικών χαρακτηριστικών του όπλου και του κόστους παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο που οι σωβινιστές Γάλλοι επέλεξαν ένα Γερμανικό τυφέκιο, παρά να πάρουν το ρίσκο για ένα νέο δικό τους σχέδιο. Και ο Γαλλικός στρατός θα παραγγείλει περισσότερες μονάδες από τον Ελληνικό…
Αντίστοιχα, τα τεμάχια που μπορεί να απορροφήσει ο ΕΣ είναι αρκετά για μια βιώσιμη επένδυση; Μήπως είναι καλύτερα να προχωρήσει σε συμπαραγωγή; Μήπως πρέπει ο ΕΣ να συντονιστεί με κάποιον ή κάποιους συμμάχους; Μήπως θα ήταν πιο προσοδοφόρο για την βιομηχανία να επικεντρωθεί σε κάτι πιο εξειδικευμένο; πχ να εισάγουμε τυφέκια και να εξάγουμε βομβιδοβόλα…
Και δεν είναι μόνο ο συνολικός αριθμός που μετράει αλλά και ο χρόνος παράδοσης. Άλλο είναι να πρέπει να παραδώσει μια εταιρία 100.000 τυφέκια σε ένα έτος και άλλο μέσα σε είκοσι χρόνια, κάτι που έχει να κάνει με τον σχεδιασμό του ΕΣ. Αν σκοπεύει να αντικαταστήσει τα τυφέκια σε 20, 30, 40 χρόνια και πόσο νωρίς θα βάζει τις παραγγελίες του.
Αν δεν υπήρχαν τα ΕΑΣ, και η νομοθεσία δεν ήταν “περίεργη”, δεν θα μπορούσαν πέντε βιοτεχνίες στην Ελλάδα να παράγουν συνολικά 5.000 τυφέκια το έτος; Σε είκοσι χρόνια θα είχε αντικαταστήσει τον οπλισμό του ο ΕΣ. Μπορεί τα είκοσι χρόνια να προκαλούν μειδίαμα στην πρώτη ανάγνωση, αλλά ας αναλογιστούμε ότι το Μ16 ήρθε στον ΕΣ το 1999, αν τότε πέντε βιοτεχνίες κατάφερναν να παραδίδουν 5.000 τυφέκια το έτος, τώρα θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία, με ένα πολύ μικρό ετήσιο κόστος για τον ΕΣ. Πέντε βιοτεχνίες θα είχαν εξασφαλισμένη την επιβίωση τους και θα έβγαζαν κέρδος και από όλα τα άλλα προϊόντα (αυτά που παράγουν σήμερα!). Αν μια χρεοκοπούσε, τότε οι άλλες θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό με λίγες υπερωρίες, αν χρειαζόταν. Το ίδιο ισχύει φυσικά και σε περίπτωση που βομβαρδιζόταν! Σε αυτό το διάστημα θα αποκτούσαν τεχνογνωσία, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα εμπλέκονταν στον σχεδιασμό και την παραγωγή μαθαίνοντας και αποκτώντας εμπειρία, θα βελτίωναν συνεχώς το προϊόν και θα μπορούσαν να κάνουν εξαγωγές. Η Κύπρος θα αγόραζε χωρίς συζήτηση. Η Ελληνική ναυτιλία θα τους άνοιγε δρόμους σε κάθε λιμάνι του κόσμου και κάθε είδους πελάτη. Επίσης θα μπορούσαν να διαθέσουν όπλα στην εσωτερική αγορά (λέμε τώρα). Το άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς θα έφερνε και ανταγωνιστές, για αυτό θα έπρεπε να υπάρχει μια προστασία, πχ όχι πωλήσεις, αλλά ενοικιάσεις σε εφέδρους του ΕΣ που θέλουν το προσωπικό τους όπλο, και αυτό πρέπει να είναι της υπηρεσίας, ή σε επίσημους “δοκιμαστές¨ των παραγωγών εταιρειών.
Το κόστος έρευνας, παραγωγής και εξέλιξης ανεβαίνει διαρκώς, το ίδιο και το ρίσκο, για αυτό τον λόγο όλοι επιδιώκουν συμπαραγωγές (εκτός από κάποιους σεσημασμένους μεγαλομανείς, που έχουν βάσιμους λόγους να φοβούνται κάποιο εμπάργκο όπλων). Οι ίδιες οι ΗΠΑ με τον απύθμενο αμυντικό προϋπολογισμό τους έχουν συνεταίρους για το F-35, αγόρασαν φρεγάτες ιταλικού σχεδιασμού, και δεν έχουν πρόβλημα να χρησιμοποιούν ξένα σχέδια. Αν οι Αμερικανοί δεν έχουν πρόβλημα να έχουν σε υπηρεσία Sig Sauer και οι Γάλλοι ΗΚ, τότε γιατί κάποιοι Έλληνες νιώθουν ότι είναι εθνική προσβολή κάτι αντίστοιχο; Το ερώτημα δεν είναι αν είναι δυνατόν να κατασκευαστεί στην Ελλάδα, αλλά αν στην προσπάθεια αυτή δεν προκαλέσει περισσότερο κακό από καλό. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλάμε τους λίγους πόρους μας. Πρέπει να είμαστε πραγματιστές και όχι ονειροπόλοι.
Αν θέλουμε αμυντική βιομηχανία, τότε πρέπει να της δώσουμε μια ευκαιρία και όχι με εταιρίες ελέφαντες όπως τα ΕΑΣ… Το δοκιμάσαμε και δεν πέτυχε. Τα G3 καλά ήταν στην εποχή τους, η ελληνική έκδοση δεν ήταν ακριβώς ποιοτική και αν διαμοιραστεί το χρέος των ΕΑΣ σε αυτά, τότε πρέπει να είναι ο πιο ακριβός φορητός οπλισμός που έχει αγοραστεί ποτέ. Καλύτερα να τα είχαμε αγοράσει από τη Γερμανία και να είχαμε τώρα στην τσέπη το 1,5 δις ευρώ. Λίγο υπερβολικό αυτό γιατί τα ΕΑΣ παρήγαγαν και άλλα προϊόντα, αλλά καταλαβαίνετε το σκεπτικό. Σίγουρα κάποια από αυτά ήταν πιο κερδοφόρα από άλλα, με περισσότερες διεθνής επιτυχίες. Σε αυτά πρέπει να επικεντρωθούν και ας είναι ταπεινά καψύλια και όχι κάτι σέξυ που κερδίζει πρωτοσέλιδα αλλά δημιουργεί ζημιές όπως τα τυφέκια και αντιαεροπορικά.
Παράλληλα με την βελτίωση των κανόνων μέσα στην οποία καλείται η ελληνική επιχειρηματικότητα να λειτουργήσει, πρέπει να δώσουν και οι Ένοπλες Δυνάμεις μια ευκαιρία στην αμυντική βιομηχανία. Πάρα πολλά προϊόντα μπορούν να παραχθούν στην Ελλάδα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, κάποια σε ανταγωνιστικές τιμές, αλλά πρέπει να έχουν μια ευκαιρία οι Έλληνες προμηθευτές. Ο τρόπος που ανακοινώνονται οι διαγωνισμοί και οι επιθυμητοί χρόνοι παράδοσης δεν βοηθάνε κάποιον που δεν έχει ήδη στοκ έτοιμο ή χρειάζεται να κάνει αλλαγές στη γραμμή παραγωγής. Οι απαιτήσεις του στρατού πρέπει να προσαρμοστούν λίγο και στην πραγματικότητα των ελληνικών βιοτεχνιών που δεν έχουν τη χρηματοδότηση, την παραγωγική δυναμικότητα αλλά ούτε και τις δεξιότητες να παρακολουθούν και να συμμετέχουν σε περίπλοκους διαγωνισμούς με όρους που είναι φτιαγμένοι για τη Lockheed.
Θα πρέπει να υπάρξει ένα άνοιγμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Θα πρέπει κάπως να προγραμματίζουν μακροπρόθεσμα και να το επικοινωνούν με τους Έλληνες προμηθευτές. Άλλο είναι να εξαγγελθεί ότι θα χρειαστούν 5.000 στολές το έτος για δέκα έτη, και άλλο το θέλουμε 50.000 στολές σε έξι μήνες. Θα πρέπει επιτέλους να συνεργαστούν και τα επιτελεία και να εκδίδουν κοινές προδιαγραφές για παρόμοιο εξοπλισμό. Για παράδειγμα, ο ΕΣ προκηρύσσει πρόγραμμα για δέκα φουσκωτά. Ένας Έλληνας ναυπηγός έχει το μεράκι και τη θέληση να συμμετάσχει. Και μάλιστα ένα τέτοιο έργο θα τον βοηθήσει να ανέβει επίπεδο το ναυπηγείο του. Για να τα καταφέρει θα πρέπει να πάρει ένα δάνειο, να αγοράσει νέα μηχανήματα, να κάνει επέκταση στο κτίριο του, να προσλάβει κόσμο κτλ. Το ψάχνει από εδώ, το ψάχνει από εκεί και δεν βγαίνει, χωρίς το ρίσκο μετά το τέλος του προγράμματος να χρεοκοπήσει ή και κατά τη διάρκεια του, που είναι το χειρότερο σενάριο για όλους. Ο μόνος τρόπος είναι να φτιάξει τουλάχιστον είκοσι σκάφη για να κάνει απόσβεση και να έχει κέρδος, με αποτέλεσμα ή να καταθέσει πολύ ακριβή πρόταση ή να μην συμμετάσχει στο διαγωνισμό. Ο Ιταλός ανταγωνιστής που πουλάει και αλλού ή που έχει ήδη αποσβέσει τα μηχανήματα του και δεν χρωστάει θα πάρει τη δουλειά. Μετά από έξι μήνες έρχεται το Λιμενικό και ζητάει και αυτό δέκα σκάφη και μετά το ΠΝ για άλλα δέκα και ξανά ο ΕΣ για άλλα πέντε συμπληρωματική παραγγελία… Ο Έλληνας ναυπηγός χτυπάει το κεφάλι του και τραβάει τα μαλλιά του για την ευκαιρία που χάθηκε. Οι Ένοπλες Δυνάμεις μοιράζουν συνάλλαγμα στο εξωτερικό κάνοντας μάγκες άλλους και έχουν και πρόβλημα πολυτυπίας και συχνά και υποστήριξης, γιατί άλλο είναι το ναυπηγείο να είναι στο Πέραμα και άλλο στο Λιβόρνο…
Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι κατά τη διάρκεια της θητείας τους ή λόγω ενασχόλησης έχουν ιδέες για λύσεις σε προβλήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά δεν ξέρουν σε ποιον να απευθυνθούν. Υπάρχουν πάρα πολλοί που μπορούν να λύσουν προβλήματα των ενόπλων δυνάμεων, και έχουν λύσει παρόμοια προβλήματα κατά τη διάρκεια της καριέρας τους σε άλλους κλάδους, μόνο που δεν γνωρίζουν για την ύπαρξη αυτών των προβλημάτων στις Ένοπλες Δυνάμεις (πχ επισκευή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή αντιγραφή και παραγωγή αυτών που η υποστήριξη τους έχει λήξει. Δεν είναι ανάγκη να πάμε στο Ισραήλ για αυτό, αλλά οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν ξέρουν σε ποιον να αποταθούν στην Ελλάδα και οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει αυτή η ανάγκη ή δεν θέλουν να μπλέξουν σε ένα γραφειοκρατικό κυκεώνα και να χάσουν τον πολύτιμο χρόνο τους και πιθανώς να βρουν και τον μπελά τους).
Η τεχνολογία εξελίσσεται με ρυθμούς που η στρατιωτική ηγεσία δυσκολεύεται να ακολουθήσει. Και αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Από την άλλη δεν υπάρχουν πολλά μυστικά πλέον. Οι μέθοδοι παραγωγής αλλάζουν, το ίδιο και η εφοδιαστική αλυσίδα. Πλέον μπορεί ένας 3D εκτυπωτής να παράξει ένα εξάρτημα σε ένα απόγευμα, που παλαιότερα θα έπρεπε να προκηρυχθεί διαγωνισμός, να γίνει παραγγελία και να έρθει από την Αμερική με πλοίο… Κάθε καινούργια ιδέα παρουσιάζεται σε εκθέσεις και στον τύπο. Τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων πρέπει να παρακολουθούν τις εξελίξεις στενά, να έχουν συνομιλητές στη βιομηχανία και τα πανεπιστήμια και να αξιολογούν τι από αυτά συμφέρει να κατασκευαστεί τοπικά, και τι να εισαχθεί. Είναι βασικό να μη ξεχνάμε ότι αμυντική βιομηχανία δεν είναι μόνο η κατασκευή φρεγατών, ελικοπτέρων, αεροπλάνων και αρμάτων (που λίγοι τα καταφέρνουν και ακόμα πιο λίγοι βγάζουν κέρδος), αλλά ακόμα και εφαρμογές σε κινητά τηλέφωνα στρατιωτικών προδιαγραφών. Το να οργανώνουν τακτικά οι Ένοπλες δυνάμεις εκδηλώσεις τύπου hackathlon έχει αμελητέο κόστος, αλλά οι ιδέες που μπορούν να δημιουργηθούν εκεί να έχουν ανεκτίμητη αξία. Έστω, ένα forum που οι Ένοπλες Δυνάμεις θα ρωτάνε για ιδέες.
Το επόμενο πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση των εταιρειών, που είναι σχεδόν αδύνατη, παρ΄όλο που υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν που να επενδύσουν τα χρήματα τους. Υπάρχει το γενικότερο πρόβλημα της αδυναμίας συγγραφής business plan, αλλά φανταστείτε επιπλέον έναν τραπεζίτη να προσπαθεί να το αξιολογήσει, ειδικά όταν έχει εμπειρία μόνο από ταχυφαγεία και rooms to let! Αν οι Ένοπλες Δυνάμεις έδιναν μία μη δεσμευτική εγγύηση ότι το συγκεκριμένο προϊόν σε τιμή κάτω από ένα όριο είναι του ενδιαφέροντος τους για μια δοκιμαστική παραγγελία Χ αξίας και κατόπιν παραγγελία Ψ αξίας για τα επόμενα Ζ χρόνια… τότε ναι , κάνουμε δουλειά, ανοίγει ο δρόμος. Δεν θα χρειάζεται το Δημόσιο να χρηματοδοτεί κάθε ιδέα, απλά να λέει ποιες ιδέες ταιριάζουν στις επιχειρησιακές ανάγκες.
Για να έχει μέλλον η ελληνική αμυντική βιομηχανία, τότε χρειαζόμαστε περισσότερες εταιρείες σαν την Theon και λιγότερες σαν τα ΕΑΣ. Δεν φταίει κανένας ξένος δάκτυλος που το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι δυσλειτουργικό, που τόσο οι Ένοπλες Δυνάμεις όσο και τα πανεπιστήμια ζουν σε μια φούσκα αποκομμένα, που μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακόμα πιστεύει ότι μεγάλα κρατικά εργοστάσια μπορούν να είναι ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά και μοχλοί οικονομικής ανάπτυξης.
Τίποτα δεν έχει τελειώσει, πάντα υπάρχει χρόνος, πάντα θα παρουσιάζονται ευκαιρίες για δημιουργικά μυαλά. Θα πρέπει απλά να φτιάξουμε ένα σύστημα που για αρχή δεν θα είναι εμπόδιο και σε συνέχεια θα λειτουργεί υποστηρικτικά.