Ο διακεκριμένος δικηγόρος κ. Δ. Ν. Δαμασκηνός έστειλε στην Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών την παρακάτω προσωπική του μαρτυρία : Σε ηλικία 15 περίπου ετών κατοικούσα στην Αθήνα. Το έτος 1895 κατοικούσα στην οδό Πατησίων, στο σπίτι του πατέρα μου. Το σπίτι αυτό είχε τρία πατώματα, στο κάτω υπήρχαν οι κρεβατοκάμαρες και το μελετητήριο ενώ στο μεσαίο ήταν εγκατεστημένα τα δικηγορικά γραφεία του πατέρα μου. Στο γραφείο των υπαλλήλων (μεσαίο πάτωμα) υπήρχαν και οι θυρίδες των διάφορων δικογραφιών των πελατών ενώ στο μεγάλο γραφείο υπήρχαν αποκλειστικά οι θυρίδες των δικογραφιών του Αρείου Πάγου. Εγώ εκείνη την εποχή δεν γνώριζα καλά την κίνηση των πελατών και των υποθέσεων και ακόμα πιο λίγο γνώριζα το υπαλληλικό προσωπικό και μάλιστα τους κλητήρες του γραφείου, επειδή ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και απαγόρευε τη παραμονή μας μέσα στο γραφείο για λόγους τάξης και ησυχίας. Ένα απόγευμα του Ιουνίου του έτους 1895 και ώρα 3 μ.μ. ξεκουραζόμουν μετά το γεύμα και λόγω του καύσωνα ήμουν σε μία κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Εκείνη τη στιγμή αποτυπώθηκε στο μυαλό μου η εξής παράσταση : Ότι τάχα είχα μπει μέσα στο μεγάλο γραφείο του πατέρα μου και είχα καθίσει κοντά στο μεγάλο τραπέζι των συμβουλίων σκυμμένος επάνω στα βιβλία μου μελετώντας, έχοντας στραμμένη τη πλάτη μου στη πόρτα. Άκουσα τότε θόρυβο σαν να άνοιγε κάποιος το πόμολο και σιγά-σιγά είδα να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει πατώντας στις μύτες των ποδιών του ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, ξανθός, με μεγάλο μουστάκι και φρύδια, ηλικίας περίπου 35 ετών. Από το φόβο μου κοίταζα με την άκρη του ματιού μου έχοντας σκεπάσει το πρόσωπο μου με το χέρι μου στο οποίο ακουμπούσα το κεφάλι μου καθώς μελετούσα. Τότε είδα τον άνθρωπο να προχωρά και να κατευθύνεται και να κατευθύνεται προς τις θυρίδες των δικογραφιών του Αρείου Πάγου. Εκεί σταμάτησε, κοίταξε την αλφαβητική σειρά και από τη θυρίδα του γράμματος «Β» έβγαλε μια δικογραφία στο φάκελο της οποίας διάβασα «Βραϊλας κατά Βούλγαρη». Τότε με ύφος τρομαγμένο και βιαστικό ο άνθρωπος αυτός έσυρε απότομα το άκρο του φακέλου, τον έσκισε γρήγορα και νευρικά προς το μέρος που έγραφε τα ονόματα των διαδίκων, έβαλε το περιεχόμενο του φακέλου στη τσέπη του και αθόρυβα σαν γάτα που έκανε ζημιά εξαφανίστηκε στα γρήγορα! Ξύπνησα τρέμοντας από το φόβο μου. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο του πατέρα μου όπου τον βρήκα να εργάζεται. Με είδε ταραγμένο και κατάχλομο και με ρώτησε τι μου συνέβη και του αφηγήθηκα στα γρήγορα το όνειρό μου. Ο πατέρας μου νόμιζε αρχικά πως τρελάθηκα. Με την επιμονή μου όμως τον πήγα στο μεγάλο γραφείο όπου εξετάζοντας τη δικογραφία Βραϊλα κατά Βούλγαρη ανακάλυψε πως είχε κλαπεί ένα δικόγραφο αναιρέσεως της υπόθεσης! Ο πατέρας μου με ρώτησε αν γνώριζα τη δικογραφία, τα ονόματα των διαδίκων, τη θυρίδα όπου βρίσκονταν τα έγγραφα, τον άνθρωπο που ονειρεύτηκα να κλέβει, αλλά δεν γνώριζα τίποτα γιατί ποτέ δεν είχα πάει στο γραφείο, ούτε με συνοδεία του πατέρα μου ούτε και με κάποιον άλλο υπάλληλο για να φέρω κάποιο αντικείμενο ή για να αναγγείλω κάποιον επισκέπτη του γραφείου. Τότε είδα τον πατέρα μου να χλομιάζει και αμέσως μου είπε να τον συνοδέψω έξω. Πήγαμε στον τότε διευθυντή της Αστυνομίας Βούλτσο, στον οποίο διηγήθηκα τα συμβάντα, περιέγραψα τα χαρακτηριστικά του υποτιθέμενου κλέφτη και άρχισε η αναζήτησή του. Αφού περιπλανηθήκαμε σε διάφορα γραφεία και κέντρα καταλήξαμε με συνοδεία δύο μυστικών αστυνομικών στο αμφίβολου πίστεως προεξοφλητικό γραφείο Μιχαλέα (έναντι Υπουργείου Ναυτικών) και μόλις μπήκαμε είδα το άτομο ολόιδιο με αυτό που είχα δει στο όνειρό μου. Δείχνοντάς τον στο πατέρα μου του είπα με δυνατή φωνή : «Νάτος αυτός ήταν». Το άτομο αυτό ήταν ο παλιός δικαστικός κλητήρας του γραφείο μας, ο άγνωστος προς εμένα Π.Δ., ο οποίος κακήν κακώς διώχτηκε από τον πατέρα μου ως πλαστογράφος, μέθυσος και αισχρό υποκείμενο. Μόλις τον κάλεσαν οι δύο αστυνομικοί και ο πατέρας μου του είπε «Που το έχεις το χαρτί του Βούλγαρη;», ο Π.Δ. ομολόγησε ότι το είχε κλέψει πριν από δέκα μέρες και παρακαλούσε τον πατέρα μου να μην τον μηνύσει και πως θα του έφερνε το χαρτί την επόμενη μέρα. Και πραγματικά με συνοδεία αστυνομικών οδηγήθηκε στο σπίτι του και το παρέδωσε αφού ομολόγησε ότι θα πληρωνόταν για να το εξαφανίσει, όπως είχε σκοπό να το διαπραγματευτεί με τους ενδιαφερόμενους αντιδίκους. Εγώ, ούτε τον Π.Δ. γνώριζα, ούτε την δικογραφία αλλά ούτε και τους διαδίκους, ούτε και την προσδιοριστική έννοια των διαφόρων δικογραφιών.