Ένα δαιμονικό πνεύμα παρουσιάστηκε μία νύχτα σε κάποιον μοναχό, στα Κατουνάκια του Αγ. Όρους, με μορφή αγγέλου. Το πνεύμα αυτό, εκμεταλλευόμενο την υπερηφάνεια του μονάχου, τον έπεισε να ανέβουν μαζί στην κορυφή του Άθωνα (2.033 μ. ύψος) όπου «θα του παρουσιαζόταν ο Θεός με όλους τους αγίους», σαν ανταμοιβή για τις αρετές του. Στην κορυφή λοιπόν, ο μοναχός είδε έναν μεγάλο στρογγυλό δίσκο, που είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση τον Χριστό και έπειτα αγγέλους και όλους τους αγίους. Τότε το ακάθαρτο πνεύμα του είπε: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό που σε περιμένει; Πήγαινε γρήγορα να τον προσκυνήσεις». Ο μοναχός ξεκίνησε για να προσκυνήσει, μα, καθώς πλησίαζε, πρόσεξε τον Άγ. Σπυρίδωνα μπροστά από όλους τους αγίους, που φορούσε έναν πολύ μεγάλο σκούφο, ύψους ενός μέτρου σχεδόν. Παραξενεύτηκε ο μοναχός, γιατί τον Άγ. Σπυρίδωνα τον παριστάνουν οι αγιογράφοι με μικρό σκούφο και κάνοντας το σταυρό του είπε δυνατά: «Kύριε Ελέησον, ο άγιος μου Σπυρίδωνας (ο μοναχός έφερε και το όνομά του) να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα!» Και μόλις έκανε το σημείο του σταυρού χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ο ίδιος είδε πως βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού! Το ένα του πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι ευτυχώς, και το άλλο βρισκόταν στο κενό, δεν είχε δηλαδή μέρος να πατήσει και αν έκανε μισό βήμα ακόμη θα έπεφτε στο κενό, που είναι παραπάνω από χίλια μέτρα βάθος. Έγειρε μετά προς τα πίσω και επί τρεις ώρες έμεινε λιπόθυμος από το φόβο και τη φρίκη που του προκάλεσαν τα ψέματα και η πλάνη του δαίμονα