Η Αγγελική Νικολάου, η οποία κατοικούσε στις Τζιτζιφιές, είχε αφηγηθεί το εξής αλλόκοτο γεγονός:

“Πριν 15 χρόνια, ήταν το 1909, κατοικούσα στην οδό Αναπαύσεως. Ήμουν λεχώνα στο πρώτο μου παιδί και βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, όταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα αισθάνθηκα σαν να με σπρώχνει κάποιος πολύ δυνατά, που λίγο έλειψε να πέσω.

Στο κρεβάτι ήμουν μόνο εγώ και το νεογέννητο μωρό μου, καθώς ο σύζυγός μου κοιμόταν στον καναπέ, γιατί ο ύπνος μου ήταν σπαστός και ξυπνούσα συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να θηλάζω το παιδί μου.

Το κρεβάτι σείστηκε έντονα και εγώ κρατήθηκα από το σιδερένιο κεφαλάρι για να μην πέσω και άρπαξα το βρέφος στην αγκαλιά μου, για να μην πέσει κι αυτό. Αμέσως μετά, έστρεψα το βλέμμα μου να δω ποιος με έσπρωξε.

Τότε, είδα με τρόμο να βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι μου ένας άνθρωπος με κατάμαυρο πρόσωπο, σαν καμένο, φριχτός και απαίσιος! Μόλις συναντήθηκαν τα μάτια μας, εκείνος τράνταξε την κλίνη μου τόσο δυνατά, που νόμισα ότι το σπίτι θα γκρεμιζόταν.

Άρχισα να καλώ σε βοήθεια κατατρομαγμένη, με φωνή σπασμένη, ώστε και ο άντρας μου και η μητέρα μου πετάχτηκαν από τον ύπνο τους πανικόβλητοι και μπήκαν τρέχοντας στην κάμαρά μου. Η μητέρα μου, μόλις με αντίκρισε τόσο χλομή, τρεμάμενη και σαστισμένη, άρχισε να με σταυρώνει.

Με ρώτησαν γεμάτοι αγωνία να μάθουν τι μου είχε συμβεί, μα η ταραχή μου ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Πιάστηκα από πάνω τους και ξέσπασα σε λυγμούς. Το πρωί που συνήλθα κάπως, τους διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί.

Την επόμενη νύχτα, άκουσα επαναλαμβανόμενους χτύπους στο τζάμι, έτσι όπως θα χτυπούσε κάποιος απ’ έξω με ένα λεπτό μπαστούνι. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να χτυπά το τζάμι απ’ έξω, όταν τα ξύλινα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά; Αδιανόητο…

Φώναξα πάλι τη μητέρα μου, για να δει ποιος ήταν έξω από το σπίτι. Μα, εκείνη δεν πλησίασε καθόλου, παρά μόνο άρχισε να με σταυρώνει και να προσεύχεται στον Θεό.

Από εκεί και πέρα, οι νύχτες μου έγιναν μια κόλαση. Ο τρόμος μου ήταν τόσο ολοκληρωτικός, ώστε ο σύζυγός μου, για να μην πάθω τίποτε, αποφάσισε και αλλάξαμε σπίτι”.