Ο Κικέρων αναφέρει στο βιβλίο του De divinatione (1,27) το εξής γεγονός : Δύο νέοι έφτασαν στα Μέγαρα και κατέλυσαν σε διαφορετικά ξενοδοχεία. Μόλις όμως ο ένας από αυτούς κοιμήθηκε είδε τον άλλο να του λέει θλιμμένος ότι ο ξενοδόχος του σχεδιάζει να τον δολοφονήσει και τον παρακάλεσε να τρέξει να τον βοηθήσει το γρηγορότερο. Ο νέος ξύπνησε και μη πιστεύοντας το όνειρο ξανακοιμήθηκε. Αμέσως ξαναείδε τον φίλο του ο οποίος τον εξόρκιζε να σπεύσει γιατί οι δολοφόνοι θα έμπαιναν στο δωμάτιο του. Ξύπνησε για δεύτερη φορά και επηρεασμένος από την επιμονή του ονείρου σηκώθηκε για να πάει στο φίλο του, αλλά η κούραση και το φαινομενικώς παράλογο του πράγματος τον ώθησαν να ξανακοιμηθεί. Για τρίτη φορά εμφανίζεται ο φίλος του, αυτή τη φορά χλωμός, αιμόφυρτος, παραμορφωμένος ο οποίος του είπε : «Δυστυχισμένε. Δεν ήρθες όταν σε παρακαλούσα. Τώρα όλα τελείωσαν. Τουλάχιστον εκδικήσου με. Κατά την ανατολή του ήλιου θα συναντήσεις στη πύλη της πόλης ένα αμάξι φορτωμένο με κοπριά. Διέταξε να το αδειάσουν και θα βρεθεί εκεί μέσα το πτώμα μου. Θάψε με και κυνήγησε τους δολοφόνους.» Τόση επιμονή και τόσες λεπτομέρειες δεν επέτρεπαν φυσικά άλλο δισταγμό. Ο νέος πήγε την αυγή στην πύλη που του είπε ο φίλος του όπου και συνάντησε το αμάξι. Ο οδηγός του όταν ρωτήθηκε ταράχτηκε. Σε έρευνα που έγινε αποκαλύφτηκε το πτώμα.»