“Το 1907, εργαζόμουν στο εμπορικό κατάστημα του Δ. Μαυρίκη στον Μελιγαλά της Μεσσηνίας. Μια νυχτιά του θέρους, λοιπόν, με ξύπνησαν τα αφεντικά μου και μου σύστησαν να πάω για κάποια δουλειά στο Ζευγολατιό.

 

Όταν έφτασα, όμως, στο γεφύρι που είναι στον δρόμο, κάτι με σταμάτησε. Δίχως να ξέρω ούτε εγώ το γιατί, με έλουσε κρύος ιδρώτας. Σχεδόν συγχρόνως, άκουσα πολύ κοντά μου ένα σκούξιμο, σαν ζώου που το σφάζουν και σαν βραχνό ανθρώπινο κλάμα.

 

Τρομαγμένος, άρχισα να τρέχω. Έτρεξα για κάμποση ώρα, σαν να με έσπρωχνε κάτι, χωρίς να μπορώ να σταθώ πουθενά. Όταν κάποτε πλησίασα στο Ζευγολατιό και ακριβώς στη διασταύρωση της σιδηροδρομικής γραμμής καταμεσής του δρόμου, σταμάτησα απότομα και εντελώς μηχανικά. Σαν να έπρεπε απλώς να σταματήσω…

 

Σύρθηκα ως στο σπίτι που είχα δουλειά να πάω και μόλις με αντίκρισε η οικοδέσποινα, παραξενεύτηκε. Ήμουν χλομός σαν το θειάφι!

 

Της διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί και με συμβούλεψε να μην ξαναπεράσω νύχτα από εκείνο το γεφύρι. Προ ετών, μου εξήγησε, περνούσε από εκεί κάποιος συγγενής της. Άκουσε ένα ανατριχιαστικό σκούξιμο και κατόπιν, είδε γνήσια φαντάσματα. Τελικά, έφτασε στο σπίτι της πεθαμένος από τον τρόμο του, βγάζοντας αφρούς από το στόμα”.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 04/01/1925…