Η αδερφή του κ. Δ. Γ. Χροναίου, γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, Αικατερίνη είκοσι μόλις χρονών, συνήθιζε να λέει ενώ κεντούσε στη Κύμη τη προίκα της : «Αυτά εγώ τα ετοιμάζω, αλλά ξέρω ότι δεν θα τα χαρώ. Τα κεντώ όμως για την αδερφή μου τη Φαίδρα. Εγώ θα πεθάνω Σαββατόβραδο και θα με κηδέψουν Κυριακή». Την 10η Ιανουαρίου 1927 είδε στον ύπνο της ότι μία γύφτισσα την είχε αρπάξει και είχε χώσει τα νύχια της στο σώμα της. Ο πόνος στον ύπνο της ήταν τόσο μεγάλος ώστε έβαλε τις φωνές. Τότε εμφανίστηκε προς βοήθειά της ο προ δεκαετίας πεθαμένος πατέρας της ο οποίος την πήρε στην αγκαλιά του και έφυγε μαζί του. Την επόμενη μέρα διηγήθηκε το όνειρό της στη μητέρα της, στην κ. Φίλια Βεζύρη, στον Ιωάννη Χροναίο μαθητή Δ’ Γυμνασίου, στην αδερφή της Φαίδρα και στη Μαρία Χροναίου. Μια εβδομάδα αργότερα προσβλήθηκε από ερυσιπέλατος του χείλους και πέθανε μετά από πέντε μέρες, ακριβώς Σάββατο βράδυ όπως είχε πει. Τη τελευταία ώρα του ψυχορραγήματος της έλεγε : «Εγώ μητέρα θα πεθάνω, γιατί βλέπω τριγύρω μου περίεργα πράγματα, αλλόκοτους ανθρώπους που μου μιλούν και τους απαντώ.» «Μα τι σου λένε παιδί μου;» ρωτούσε η μητέρα «Μου λένε πράγματα που δεν μπορώ να σου πω. Από τα λίγα όμως που σου λέω ελπίζω να καταλάβεις». Μετά από μια ώρα πέθανε ήσυχα και κηδεύτηκε Κυριακή όπως είχε πει.