Το 1939, ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη γραφική τοποθεσία Ζεμενό, στους πρόποδες του Παρνασσού, είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες επισκέπτες από τη Λιβαδειά, την Άμφισσα και τα γύρω χωριά, οι οποίοι συνέρρεαν εκεί, για να θαυμάσουν από κοντά μια νεαρή κοπέλα.

Η νεαρή αυτή, η οποία έπασχε από φυματιώδη σπονδυλίτιδα, συνεπεία της οποίας βρισκόταν εννέα μήνες κατάκοιτη, θεραπεύθηκε αιφνιδίως, παρά τις προβλέψεις των ιατρών και ήταν πλέον απολύτως υγιής. Η κοπέλα, που τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου του 1939 αποτελούσε το αντικείμενο περιέργειας χιλιάδων λαού, ονομαζόταν Ευσταθία Παπασταθοπούλου και είχε καταγωγή από το Ζεμενό Βοιωτίας.

Η εντελώς απρόσμενη ίαση της Ευσταθίας αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου και επειδή οι θεράποντες ιατροί της την είχαν καταδικασμένη και επειδή η θεραπεία της συντελέστηκε την παραμονή της εορτής της Παναγίας, ημέρα την οποία είχε προφητεύσει η ασθενής στους οικείους της ένα μήνα νωρίτερα και πλέον, κατόπιν ονείρου της.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τη σοβαρότητα και την αλήθεια του θαύματος αυτού. Μα, η ολική μεταστροφή της υγείας της αποδόθηκε σε θαύμα, καθώς δεν μπορούσε να σηκωθεί και να περπατήσει, ούτε και να κινηθεί από τη θέση της, αλλά ούτε να φάει και να πιει για περίπου έναν μήνα, διότι είχε εν τω μεταξύ προσβληθεί και από οξεία σκωληκοειδίτιδα, η οποία εξελίχθηκε και σε γαστρίτιδα.

Έτσι, η νεαρή ασθενής ήταν αδύνατον να δεχθεί και νερό ακόμη, γεγονός που συντέλεσε να επιδεινωθεί η κατάστασή της και να θεωρηθεί ότι η ζωή της έβαινε ραγδαίως προς το μοιραίο τέλος.

Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι η Ευσταθία έπασχε από τεσσάρων ετών και είχε καταφύγει κατά καιρούς σε πολλούς ιατρούς, μεταξύ των οποίων και στον Καθηγητή Γερουλάνο, αλλά και στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου στάθηκε ανέφικτο να εξακριβωθεί η μορφή της ασθένειάς της.

Όταν εννέα μήνες νωρίτερα εκδηλώθηκε η φυματιώδης σπονδυλίτιδα, η κοπέλα έμεινε κλινήρης και έκτοτε δεν είχε μετακινηθεί από το κρεβάτι της.

Ο θεράπων ιατρός Μαριανός ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας της τις τελευταίες ημέρες ήταν απελπιστική, διότι ο πυρετός της είχε φτάσει τους 42 βαθμούς και πίστευε ότι δε θα μπορούσε η δύστυχη να αντέξει.

Εν τούτοις, στις 15 Ιουλίου του 1939, μόλις η Ευσταθία ξύπνησε το πρωί, διηγήθηκε στην αδελφή της Κατίνα, η οποία τη συντρόφευε, ότι είχε δει στον ύπνο της τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και ο οποίος της είπε να ακούει πάντοτε τις συμβουλές των ιατρών, αλλά μόνο η Θεία Χάρις της Παναγίας θα τη γιάτρευε.

Από τότε, σύμφωνα με την αφήγηση του ιατρού Μαριανού, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος παραπλεύρως του δωματίου της ασθενούς, η νεαρή γυναίκα οραματιζόταν επανειλημμένως και επαναλάμβανε φωναχτά τα όσα άκουγε στα οράματά της. Αλλά, το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι από τις 17 Ιουλίου προείπε ότι θα γινόταν καλά την παραμονή της εορτής της Μεγαλόχαρης.

Μάλιστα, την ημέρα εκείνη είδε ξανά τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος της είπε:

«Ό,τι σου λένε οι ιατροί, να το κάνεις, αλλά να ξέρεις ότι θα θεραπευθείς από ανώτερη δύναμη στις 14 Αυγούστου».

Η Ευσταθία αφηγήθηκε το όνειρο αυτό στον ιατρό της Μαριανό τρεις μέρες μετά, αλλά εκείνος δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Απέδωσε τα λόγια της σε αυθυποβολή ή σε παραλήρημα. Και ο καλός επιστήμονας περιορίστηκε να την καθησυχάσει και να της συστήσει να τρώει, για να μην πεθάνει από εξάντληση.

Ένα άλλο γεγονός, όμως, ήρθε στις 23 Ιουλίου και ενίσχυσε την πεποίθηση και των πλέον δύσπιστων ότι το εξαιρετικό και το Θείο συντελούνταν μέσα στον οργανισμό της κοπέλας και ήρθε να εδραιώσει την αντίληψη ότι κάποιο θαύμα επρόκειτο να της συμβεί.

Την ημέρα εκείνη, κατά την οποία μάλιστα συνέπεσε να είναι παρών και ο ιατρός Μαριανός, η Ευσταθία είδε και πάλι την οπτασία του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, ο οποίος την ενημέρωσε ότι στις 6:30 το απόγευμα όλο το σώμα της θα γινόταν άκαμπτο σαν ξύλο, εκτός από το κεφάλι και τα χέρια της.

Πράγματι, την ορισμένη ώρα, η κοπέλα περιήλθε σε κατάσταση καταληψίας και το σώμα της άρχισε να σκληρύνεται, μέχρι που έγινε απολύτως άκαμπτο. Παρέμεινε έτσι για τέσσερις ώρες και όταν κόντευε να συνέλθει, είπε στον πιστό ιατρό της:

«Τώρα, γιατρέ, για να πιστέψεις κι εσύ, θα δεις ότι σε μια ώρα θα μου περάσει».

Όντως, κατά τις 10:30 το βράδυ άρχισε να κινεί τα πόδια της και το κορμί της. Όπως ήταν αναμενόμενο, το γεγονός αυτό έκανε ζωηρή εντύπωση στους παρισταμένους, μεταξύ των οποίων ήταν και αρκετοί παραθεριστές και έτσι, τα παράξενα αυτά νέα διαδόθηκαν ταχύτατα στις γύρω περιοχές, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.

Οι μέρες κυλούσαν και η Ευσταθία οραματιζόταν συνεχώς, αλλά ο ιατρός της είχε αποκρυσταλλώσει την άποψη ότι ο οργανισμός της είχε καταπονηθεί ιδιαιτέρως και ότι δε θα ζούσε για πολύ.

Την παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επαληθεύτηκε η πρόρρηση της πολυβασανισμένης ασθενούς κατά τρόπον καταπληκτικό. Πράγματι, εκείνο το βράδυ, η Ευσταθία είδε ξανά τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος την ενθάρρυνε. Τότε, η κοπέλα στράφηκε στην αδελφή της και στους άλλους παρισταμένους και τους είπε:

«Απόψε, να ξέρετε, ότι ή θα ζήσω ή θα πεθάνω και από το κορμί μου θα βγάλω είτε αίμα είτε νερό».

Κατόπιν τούτου, η αδελφή της, η Κατίνα, αποφάσισε να μείνει άγρυπνη ολόκληρη τη νύχτα, για να την παρακολουθεί. Μάλιστα, η Ευσταθία της πρότεινε να δέσει το χέρι της μ’ ένα σπάγκο και να το κρατά.

«Κατά τα μεσάνυχτα, αν γίνω καλά, θα σου τραβήξω την κλωστή, για να με νιώσεις. Αν δεις ότι δε σε τράβηξα, πάει να πει ότι έχω πεθάνει».

Οι δύο αδελφές έπεσαν στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν. Η μεν Ευσταθία ξάπλωσε στο ένα δώμα, ενώ η Κατίνα στο διπλανό, αφού είχε προηγουμένως φροντίσει να περάσει το σχοινί μέσα από το ενδιάμεσο παραθυράκι και το βαστούσε στα χέρια της.

Γύρω στα μεσάνυχτα, λοιπόν, η Κατίνα ένιωσε να την τραβά από δίπλα η άρρωστη κι έτρεξε αμέσως κοντά της. Το θέαμα που αντίκρισε παρ’ ολίγο να την κάνει να παραφρονήσει από τη χαρά της! Διέκρινε μπροστά στο κρεβάτι όρθια την αδερφή της, ενώ το στρώμα της ήταν διάβρεχτο, ωσάν να το είχαν περιχύσει με νερά. Παραδόξως, η Ευσταθία, η οποία είχε μισοντυθεί, ήταν τελείως στεγνή και δεν είχε τον παραμικρό ιδρώτα στο λαμπερό πρόσωπό της.

Στις φωνές της Κατίνας προσέτρεξαν αμέσως τα μέλη της οικογένειας, αλλά και πολλοί παραθεριστές, οι οποίοι με κατάπληξη είδαν την Ευσταθία να βαδίζει ελεύθερα, να βγαίνει από το δωμάτιό της, να διασχίζει μια απόσταση περίπου 250 μέτρων, να πλησιάζει ένα εικονοστάσιο των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ, να πίνει νερό από τη διπλανή βρύση και να επιστρέφει πάλι στο σπίτι της.

Το τι επακολούθησε, ήταν απερίγραπτο! Όλοι έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να σταυροκοπούνται και να προσεύχονται. Την επόμενη ημέρα, ανήμερα της Παναγίας, το θαύμα είχε γνωστοποιηθεί και χιλιάδες άνθρωποι είχαν καταφτάσει συγκινημένοι, μέσα σ’ ένα κλίμα βαθιάς κατάνυξης, προκειμένου να δουν την νεαρή κοπέλα, που με τη χάρη της Θεοτόκου, είχε ξαναβρεί την υγεία της.

Ο ιατρός Μαριανός διαβεβαίωνε πως η ασθενής είχε απολύτως ιαθεί υπό εντελώς ανεξήγητες συνθήκες, τις οποίες δικαίως μπορούσε να αποδώσει κανείς σε θαύμα.

Η Ευσταθία περπατούσε πλέον κανονικά και εκτελούσε έως και τις δυσκολότερες κινήσεις, ενώ το απόστημα, που είχε μεταξύ στου β’ και του γ’ οσφυϊκού σπονδύλου, εξαφανίστηκε εντελώς. Την ταλαιπωρούσε λίγο η σπονδυλίτιδα, αλλά έπινε κι έτρωγε με όρεξη.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 17/08/1939…