Την παραμονή της αναχώρησής μου για Άρτα ημέρα Κυριακή ανέβαινα την οδό Ομονοίας για να πάω στο σπίτι μου που βρίσκεται στην οδό Ζωοδόχου Πηγής. Παρ’ όλο που είχα πάρει γράμμα πριν από 3-4 μέρες ότι οι δικοί μου είναι καλά, έκανα σε όλη μέχρι το σπίτι μου διαδρομή την εξής σκέψη η μάλλον τον εξής διάλογο : «Τι τα θες. Μια που έχω τηλεγράφημα (ενώ δεν είχα κανένα τηλεγράφημα) πρέπει να φύγω. Για να μου τηλεγραφήσουν είναι ανάγκη να φύγω το ταχύτερο σιδηροδρομικώς. Να φύγω αλλά πώς να πάρω τόσα ρούχα (τις αποσκευές μου) σιδηροδρομικώς; Μα δεν πρέπει πάλι να καθυστερήσω ατμοπλοϊκός. Γιατί αν δεν ήταν ανάγκη δεν θα είχα πάρει τηλεγράφημα». Με την αγωνιώδη αυτή σκέψη έφτασα μέχρι το σπίτι μου χωρίς εν τω μεταξύ να σκεφτώ ότι δεν είχα τηλεγραφήματα ούτε πως τόση σκέψη ήταν περιττή δεδομένου ότι όποτε και να έφευγα θα έφτανα στην Άρτα την ίδια μέρα. Εν τούτοις λόγω καθυστέρησης του ατμόπλοιου έφτασα μόλις 4 μέρες αργότερα στο επίνειο Κόπραιναν όταν ήρθε ο γαμπρός μου για να με υποδεχτεί και εγώ μόλις τον είδα στη βάρκα άρχισα να τον ρωτάω επίμονα : «Πως είστε; Όλοι καλά; Στο σπίτι μου είναι όλοι καλά;» Και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις του ότι είναι όλοι καλά, εξακολουθούσα να τον ρωτάω : «Ώστε όλοι είστε καλά;» τόσο επίμονα μάλιστα που τον ανάγκασα να μου πει : «Τι κάνεις έτσι; Σου είπα όλοι είναι καλά». Αργότερα μου είπε πως επειδή με έβλεπε να τον ρωτάω με αυτόν τον τρόπο, υπέθεσε πως κάποιος βαρκάρης θα μου είχε πει κάτι. Όταν λοιπόν έφτασα στην Άρτα βρήκα τη μητέρα μου σοβαρά άρρωστη, έμαθα ακόμα ότι την Κυριακή το πρωί (την ώρα που εγώ σκεφτόμουν αυτά που ανέφερα πιο πάνω), αυτή απαιτούσε επίμονα να μου τηλεγραφήσουν να έρθω λέγοντας «Να του τηλεγραφήσετε να έρθει γρήγορα, θέλω να τον δω». Οι συγγενείς μου όμως έκριναν περιττό να μου τηλεγραφήσουν επειδή γνώριζαν ότι θα αναχωρούσα τη Δευτέρα.