Στην οδό Ευριπίδου, γύρω από έναν αρχαίο κίονα, είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι, ο Άϊ-Γιάννης της Κολώνας. Κάτω από αυτόν τον κίονα, απομεινάρι κάποιου ασκληπιείου ίσως, ο άγιος είχε θάψει όλες τις αρρώστιες και οι παλιοί Αθηναίοι –χριστιανοί, αλλά και ευλαβείς μουσουλμάνοι– κολλούσαν κορδέλες με τ’ όνομα της αρρώστιας κι έβρισκαν τη γιατρειά τους.

Η Αθήνα ήταν γεμάτη από κολωνάκια, που με τη βοήθεια ενός συνδυασμού χριστιανικής πίστης, ξεχασμένης γνώσης της αρχαίας λατρείας και μαγείας έδιωχναν το θανατικό, δηλαδή τις επιδημίες πανούκλας, χολέρας, τύφου που απειλούσαν τους παλιούς κατοίκους. Η γνωστή συνοικία της Αθήνας οφείλει τ’ όνομά της στο κολωνάκι, που βρισκόταν στη Δεξαμενή και σήμερα βρίσκεται στην πλατεία Κολωνακίου.


Η ιατρική των παλιών χρόνων στηριζόταν στα βότανα, στη μαγεία και στην τύχη. Οι γιατροί ήταν κομπογιαννίτες, ασχέτως που ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι στην Αθήνα βρίσκονταν πάρα πολλοί επιστήμονες, γιατροί και χειρουργοί. Οι αγαπημένες του υπερβολές! Ο Εβλιγιά Τσελεμπή έβλεπε την Αθήνα της Τουρκοκρατίας ως μεγάλη πόλη που έχτισε ο σοφός Σολομών.

Η συνηθέστερη χειρουργική εργασία, αλλά και το συνηθέστερο γιατρικό που όριζαν αυτοί οι… επιστήμονες για κάθε αρρώστια ήταν η αφαίμαξη. Γινόταν μ’ ένα εργαλείο, ειδικό για φλεβοτομές, που λεγόταν μπαλέστρα. Τα φάρμακα τα έφτιαχναν οι ίδιοι με βότανα και διάφορα άλλα υλικά.

Στα Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου βρίσκουμε ιατρικές συνταγές για χάπια σταματικά, που φτιάχνονταν από γαρίφαλο, κανέλα, πιπερόριζα, μοσχοκάρυδο και αφιόνι, χάπια σουρδιστικά που περιείχαν κρεμέζι και σιναμική, πούργες (καθαρτικά), καθώς και την παρακάτω συνταγή για εκζέματα:

Αλοιφή για μαγιασίλι
Παρούτι δρ. 5
Κερβετζιλέ δρ. 5
Γερανόπετρα δρ. 5
Φούντι δρ. 50
Ράμνο δρ. 50
Κάτουρα δρ. 50
Λάδι δρ. 50

Αυτά όλα να τα βράσης εις ένα τζουκάλι καινούργιο και γίνονται αλοιφή και άλοιφε τους χεράδες.

Κάποιο λαϊκό τετράστιχο διασώζει ονόματα γιατρών της Αθήνας της τελευταίας φάσης της Τουρκοκρατίας:

Το λέει ο Κατσαΐτης,
το λέει ο Ζαχαριάς,
το λέει κι ο Αβραμιώτης,
δεν έχει γιατριά.

Ο άρρωστος του τετράστιχου πήγε στας αιωνίους μονάς, μαζί με άλλους ασθενείς που δεν είχαν την τύχη με το μέρος τους. Μπορεί οι αποτυχίες των γιατρών να γέμιζαν τον άλλον κόσμο, πάντως οι ίδιοι φρόντιζαν ιδιαίτερα την εμφάνισή τους, ώστε να τους δίνει κύρος. Ντύνονταν εντυπωσιακά, φορούσαν ειδικό κάλυμμα στο κεφάλι και κρατούσαν μπαστούνι με το φίδι του συναδέλφου τους του Ασκληπιού, ανάγλυφο κατά μήκος του.

Εννοείται πως όταν έπεφτε το θανατικό στην πόλη, οι γιατροί ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να προσφέρουν. Μαθαίνουμε για τις επιδημίες από χειρόγραφα της εποχής, αλλά και από ανώνυμα χαράγματα πάνω σε κολώνες αρχαίων ναών. Το παρακάτω χάραγμα βρίσκεται σε κίονα του Θησείου:
1555 «Έγινε το κακό θανατικό εις την Αθήνα και απέθανον χιλιάδες λαός και (Κα)στριώται.

Τα θανατικά έπαιρναν το όνομα κάποιου σημαντικού κατοίκου της πόλης ή του πρώτου που αρρώστησε και πέθανε: ο θανατικό του Τριαντάρη, το θανατικό του Ματζάκη, του παπα-Γιαλούρη, του Κουτρούλη Βηλαρά.

Οι Αθηναίοι, για να σωθούν, εγκατέλειπαν την πόλη και κατέφευγαν στα περιβόλια, στα μοναστήρια και στα γύρω νησιά. Η απομάκρυνση του πληθυσμού μείωνε τον αριθμό των θυμάτων. Οι Τούρκοι, που πίστευαν στο κισμέτ, δεν έπαιρναν μέρος στην ομαδική φυγή και θρηνούσαν περισσότερα θύματα.
Η επιδημία έμπαινε στην πόλη από κάποιον ταξιδιώτη που νοσούσε, ή από μολυσμένα τρόφιμα ή δημιουργούταν από λιμνάζοντα νερά, όπως η επιδημία του 1673 που οφειλόταν σε μία μεγάλη πλημμύρα που έγινε το φθινόπωρο του 1672 και που γκρέμισε διακόσια σπίτια μέσα στην πόλη και δημιούργησε παντού μεγάλα έλη. Δύο χιλιάδες ψυχές ήταν τα θύματα αυτού του θανατικού. Σε περιόδους μεγάλης έξαρσης σημειώνονταν σαράντα θάνατοι την ημέρα.

Το 1827 οι Αθηναίοι σκορπίστηκαν και πάλι λόγω του θανατικού.

«Ο Κιουταχής τέλος στα 27 είχε πλακώσει με τα τσαντίρια του (είχε σκηνώσει εν Αθήναις). Το θανατικόν τώφεραν οι Αράπηδες από την Κρήτη και βρώμικο κρέας από βώδια αρρωστημένα απ’ την πανούκλα».

Οι Αθηναίοι κατέφυγαν στην Αίγινα, όπου ξέσπασε η επιδημία του 1828.

«Εκείνο τον καιρό ήταν ο περίφημος γιατρός Σπυρίδων Καλογερόπουλος και άλλος καλούμενος Βαρδιάνος (εκ του guardiano πιθανώς, ήτοι φύλαξ της υγείας των πολιτών εν καιρώ πανώλους, ως φαίνεται δημοτικός ιατρός πληρωνόμενος ιδιαιτέρως παρά των προεστώτων αρχόντων προς τούτο) αυτοί οι δύο περνούσαν κάθε μέρα απ’ τα σπήτια και ρωτούσαν «καλά είσαστε;»

Πες μου τι θέλ’ ο Βαρδιάνος
και περνά, συχνοπερνά;
Μας φυλάει τους συγγενείς μας
κι όλη μας τη γειτονιά.



Ο παραπάνω στίχος είναι από το Τραγούδι του θανατικού, επί τω θανάτω Ελέγκως και Κατήγκως Ολανδέζου εν Αιγίνη.

Στις δύσκολες ώρες οι άνθρωποι κατέφευγαν στη θρησκεία. Οι ιερωμένοι πρόσφεραν τη συνδρομή τους, πάντα με το αζημίωτο. Ο Παναγής Σκουζές αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ότι είχε χρηματίσει βοηθός πλανόδιου ιερέα, που ξόρκιζε το κακό κάνοντας αγιασμούς σε σπίτια άρρωστων από πανούκλα στην περιοχή της Χαλκίδας. Αμειβόταν μόνο με χρήματα· χρέωνε ένα γρόσι τον αγιασμό, το οποίο έπαιρνε, αφού πρώτα είχε βουτηχτεί στο ξίδι.

Οι πλανόδιοι ιερωμένοι, ελλείψει χρημάτων, δέχονταν για αμοιβή διάφορα είδη (λάδι, σιτάρι, κριθάρι), αλλά όχι τον καιρό του θανατικού. Πολλές φορές έπαιρναν την μπόλια, το κάλυμμα της κασέλας πάνω στο οποίο είχαν ακουμπήσει τα άγια λείψανα και το δοχείο με το αγιασμένο νερό, γιατί δήθεν είχε αγιαστεί, κι άλλες φορές, με την ίδια δικαιολογία, βούταγαν ολόκληρο το περιεχόμενο της κασέλας με τα πολύτιμα εργόχειρα. Οι άνθρωποι φρόντιζαν ν’ αδειάζουν τις κασέλες τους πριν έρθει ο άπληστος παπάς.

Επειδή ούτε οι γιατροί με τα βοτάνια ούτε οι παπάδες με τους αγιασμούς ήταν αποτελεσματική προστασία απέναντι στο θανατικό, οι άνθρωποι κατέφευγαν στη μαγεία.

«Εις το δεύτερο θανατικό (1792), ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπου, εμάζωξαν 40 μονοστέφαναις, αι οποίαι προσέφεραν εν ποσόν χρηματικόν και με αυτό έκαμαν έν αλετράκι κι ένα κακάβι (λέβης) αργυρούν, επήραν και δύο μοσχαράκια δίδυμα τα έζευξαν εις το αλέτρι και έφεραν τρεις γύρους την χώραν και μετά ταύτα έγραψαν τας ασθενείας όλας και τας έθεσαν εις το κακαβάκι και μετέβησαν εις τον δρόμον του Πειραιώς όπου ήδη υπάρχει το πηγάδι και ο σταθμός (εις θέσιν Πλατύ Φρέαρ), έσκαψαν ένα λάκκον, έσφαξαν τα μοσχάρια και έχυσαν όλα, αλέτρι, κακαβάκι, με τας ασθενείας ως και τα μοσχάρια και τα εσκέπασαν, θέτοντες και μίαν κολώναν, την οποία έβγαλαν οι Γερμανοί όταν έκαμαν τον δρόμον Πειραιώς τω 1835.

Αύται αι 40 μονοστέφαναις έγνεσαν βαμπάκι, το έκαμαν πανί μονομερής και κατασκεύασαν ’πουκαμισάκη του Αγίου, και την ακόλουθον ημέραν το έκοψαν εις τεμάχια, και μοιράσθη εις όλους, τα οποία έκαμαν φυλακτικά…»

Όταν, κατά τη διάνοιξη της οδού Πειραιώς το 1835, οι Βαυαροί μηχανικοί βρήκαν το καζάνι και τα διάφορα θαμμένα, τα πέταξαν ως άχρηστα και γκρέμισαν το κολωνάκι. Οι Αθηναίοι φοβήθηκαν εκείνη τη χρονιά, μήπως απελευθερώθηκε το κακό που είχε θαφτεί από κάτω και τους βρει καμιά καινούργια συμφορά.



Οι άνθρωποι από τα παλιά χρόνια φορούσαν φυλαχτά. Μικρούλικα σακουλάκια σε διάφορα σχήματα, φτιαγμένα από πανί ή χάντρες, στολισμένα με σταυρούς και παραγεμισμένα με ποιος ξέρει τι λογής υλικά, που υποτίθεται ότι προστάτευαν από τις αρρώστιες και από το κακό μάτι κι έφερναν καλή τύχη. Αγιωτικά υλικά, όπως σταυρολούλουδα, αγιοκέρι, κομμάτια από ιερά λείψανα, αλλά και μαγικά υλικά, όπως κόκαλο νυχτερίδας, πουκάμισο φιδιού, χαρτάκια με ξόρκια.

Η δεισιδαιμονία κάνει τους ανθρώπους ακόμα και σήμερα να φοράνε φυλαχτά, συνήθως αγορασμένα από πάγκους θρησκευτικών πανηγυριών, με τη διαβεβαίωση ότι περιέχουν τίμιο ξύλο.

Στη Λυγερή του Αντρέα Καρκαβίτσα, η κυρα-Παγώνα, η γριά μαγίστρα του χωριού ξεπερνάει σε γνώσεις όλες τις άλλες που ξέρουν μονάχα λίγα ξόρκια. Εκείνη για κάθε περίσταση έχει τον κατάλληλο εξορκισμό και το αποτελεσματικό μαγικό, επικαλουμένη την αντίληψιν των δαιμόνων, των αριθμών και των εβραϊκών ρητών, αδελφώνουσα επί των πασχόντων μελών τον σταυρόν με την πεντάλφαν και λέξεις του «Πιστεύω» με βαρυτάτας βλα­σφημίας.

Στη συνέχεια ο Καρκαβίτσας περιγράφει με ποιον τρόπο η κυρα-Παγώνα έσωσε τα Λεχαινά από την επιδημία της ευλογιάς που είχε ξεσπάσει στην επαρχία, ζώνοντάς το μ’ έναν μαγικό κύκλο από κλωστή, που δεν μπόρεσε να τον δρασκελίσει το θανατικό.

Έκραξε σαράντα μονοστέφανες και τις έβαλεν εις την αυλήν του σπιτιού της να κλώσουν βαμπάκι. Τρία ημερόνυκτα έκλωθαν το βαμπάκι κάτω από την άγρυπνον επιτήρησιν και τον χείμαρρον των εξορκισμών της. Έπειτα εζήτησε κερί κί­τρινο, παρμένο από σαράντα αγνά μελισσοκούβελα, εκέρωσε με αυτό τις κλωστές και μίαν σκοτεινήν νύκτα μόνη της έζωσεν απ’ έξω την κωμόπολιν κι έδεσε τον κόμπον εις την εκκλησίαν του αγίου Δημητρίου, του πολιούχου. Η ζώνη εκείνη εμπόδισε την αρρώστια να εισέλθει εις την κωμόπο­λιν. Ένα μόνον σπιτάκι κατά την Σουλεϊμανόστρατα, το οποίον δεν έκλεισεν εις την προστατευτικήν της ζώνην η γραία είτε από αμέλειαν είτε επίτηδες, ευθύς την επομένην η αρρώστια το εθέρισε.

Και στις δύο μαγικές τελετουργίες υπάρχουν κοινά σημεία: οι μονοστέφανες γυναίκες, η κλωστή από βαμπάκι, που γνέθουν επί τούτου, ο αριθμός σαράντα, τα τρία μερόνυχτα, οι τρεις γύροι…

Πληροφορίες για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο της Λίζας Μιχελή Πλάκα, ιστορική μνήμη και μυθοπλασία και από τα Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων του Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου.