Το γεωπολιτικό βάρος, η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας στην παγκόσμια σκακιέρα πολλαπλασιάζεται, κάτι το οποίο εκμεταλλεύεται η Άγκυρα για να εφαρμόσει τα νεοοθωμανικά της σχέδια  εις βάρος της Ελλάδας και Κύπρου. Η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας ενσωματώνει μεγάλο δυναμικό το οποίο νέμεται η Άγκυρα για να αναρριχηθεί στην διεθνή πολιτική σκηνή ως ένας σημαντικός παίκτης, ενώ η Ελλάδα της «μεταπολίτευσης» παίζοντας τον ρόλο κομπάρσου στο γεωπολιτικό σκηνικό του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ έφτασε στο σημείο να έχει απαξιωθεί στρατιωτικά από την Άγκυρα.

«Η δημοκρατία είναι μόνο το όχημα στο οποίο ανεβήκαμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τα τεμένη είναι οι στρατώνες μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας, οι θόλοι των τεμενών τα κράνη μας και οι πιστοί μουσουλμάνοι οι στρατιώτες μας». Αυτή η φράση του Ερντογάν αντανακλά την ιδεολογία της σημερινής Τουρκίας. Η φράση αυτή η οποία ειπώθηκε το 1998 αντικατοπτρίζει την πολιτική της Άγκυρας τις τελευταίες δυο δεκαετίες, μια πολιτική που σηματοδοτεί την μεγάλη στροφή από την κοσμική πορεία του τουρκικού κράτους και τον νέο προσανατολισμό του προς τις παραδοσιακές ισλαμικές ρίζες του Οθωμανισμού. Αυτή η πολιτική ενσωματώνει το τελευταίο διάστημα εμφανείς τάσεις απομάκρυνσης από την Δύση και πορείας προς μια ευρασιατική ολοκλήρωση.

Πρωταγωνιστής και ιθύνων νους αυτού του νέου προσανατολισμού της Τουρκίας είναι ο Ρετζέμπ Ταγίπ Ερντογάν, ένας αυταρχικός πολιτικός ο οποίος εξόπλισε και εκπαίδευσε στην χώρα του ισλαμοσυμμορίτες, βομβάρδισε Κούρδους στην ίδια του την επικράτεια και στα σύνορα του, έβαλε φραγμούς στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, διαμεσολάβησε με το αζημίωτο στην πώληση λαθραίου πετρελαίου από το Ιράκ και την Συρία που διακινούσαν οι τζιχαντιστές και φυλάκισε δημοσιογράφους επειδή αποκάλυψαν τα οικονομικά σκάνδαλα της οικογενείας του. Αυτός ο Ερντογάν έχει ως στόχο να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα ισλαμικό κράτος, να αναβιώσει την οθωμανική αυτοκρατορία και να γίνει η χώρα του ένας σημαντικός διεθνής παίκτης. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο για να το επιτύχει, με την Ελλάδα του «δημοκρατικού» τόξου να υποκύπτει στους εκβιασμούς και στις απειλές εδαφικών διεκδικήσεων της Τουρκίας.

Ο γεωπολιτικός επιστήμονας Μπρεζίνσκι είχε χαρακτηρίσει τον γεωγραφικό χώρο της Ουκρανίας, της Τουρκίας, του Αζερμπαϊτζάν και του Ιράν ως ένα σημαντικότατο γεωστρατηγικό άξονα ελέγχου της Ευρασίας και απομόνωσης της Ρωσίας. Η Άγκυρα παίζοντας αυτό το χαρτί πλησιάζει την Ρωσία και κάνει άξονα της πολιτικής της την συνδρομή της ως οχυρού εναντίον αυτής της απομόνωσης. Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι κατέχει θέση κλειδί μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, μεταξύ Κεντρικής Ασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ισλαμικού κόσμου. Η Τουρκία προαλείφεται να γίνει σημαντικός ενεργειακός διάδρομος και κόμβος μεταξύ Ρωσίας, Κασπίας και Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα θέτει τις βάσεις για να συνεκμεταλλευτεί τα υποθαλάσσια ενεργειακά αποθέματα στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αυτό που ο Μπρεζίνσκι έθεσε θεωρητικά στο επιστημονικό του έργο με το οποίο επηρέασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική, η Άγκυρα το κάνει πράξη για τα συμφέροντα της στον δικό της γεωπολιτικό άξονα επιρροής.

Η Τουρκία του Ερντογάν, αλλά και η Τουρκία του μέλλοντος, έχει δυναμικό εκπορευόμενο από την γεωγραφική της θέση και την εθνοκεντρική της πολιτική που την ενισχύει στον πολλαπλασιασμό του γεωπολιτικού της βάρους διεθνώς, κάτι που αποτελεί θανάσιμη απειλή για την Ελλάδα, απειλή η οποία γίνεται σχεδόν καθημερινά αισθητή.

Η Ελλάδα βρίσκεται υπό άμεση γεωπολιτική απειλή, ουσιαστικά ασφυκτιά γεωπολιτικά. Είναι μια χώρα διαλυμένη οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά, μια χώρα της οποίας η εθνική κυριαρχία απειλείται από την τουρκική επεκτατική πολιτική, αλλά και από κρατίδια-δορυφόρους τουρκο-νατοϊκής επιρροής όπως η Αλβανία και η «Βόρεια Μακεδονία». Στο ελληνικό έθνος επικρέμαται ο αφανισμός, η δε ελληνική Κύπρος πνέει τα λοίσθια και «κοσοβοποιείται». Η ρήση «η Κύπρος κείται μακράν» εξακολουθεί να ισχύει τα τελευταία 45 χρόνια, όσο απαξιωτική και άνανδρη και αν ακούγεται. Σε λίγο διάστημα το «δημοκρατικό» τόξο θα εκστομίσει και «το Καστελλόριζο κείται μακράν». Η αμυντική μας βιομηχανία πνέει τα λοίσθια, οι αμυντικές δαπάνες μειώνονται με ραγδαίους ρυθμούς, ο εχθρός καθημερινά παρελαύνει στο Αιγαίο και τη θάλασσα της Κύπρου, ενώ δεχόμαστε άνευ διαμαρτυρίας ασύμμετρες απειλές από τους τουρκογενείς μουσουλμάνους της Θράκης και τους ισλαμιστές λαθρομετανάστες.

Προφανώς κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά, διότι αμερικανοσιωνιστικές εταιρίες  θέλουν να εκμεταλλευτούν τα ενεργειακά κοιτάσματα Ελλάδας και Κύπρου και ως εκ τούτου οι ΗΠΑ θα μας υποστηρίξουν στην διένεξη μας με την Τουρκία. Μα ακριβώς αυτό είναι ένας λόγος παραπάνω να θέλουν να πάρουν την Μεγαλόνησο και το Αιγαίο, υλοποιώντας το προσφιλές σχέδιο των απανταχού ιμπεριαλιστών που φέρει τον τίτλο «divide et impera». Αν δεν πετύχουν τα σχέδια τους με μια «συμφωνία» συνεκμετάλλευσης Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας, τότε σε μια πιθανή πολεμική σύρραξη θα το παίξουν διαιτητές και θα κάνουν την μοιρασιά που επιθυμούν εδώ και πολλά χρόνια.

Αν το σκεπτικό μας είναι σωστό, είναι απίθανη η περίπτωση να μην επιδιώξει το σιωνιστικό κατεστημένο των ΗΠΑ να εκμεταλλευθεί την παρούσα ευνοϊκή συγκυρία, με την παρουσία ενδοτικών πολιτικών σε Αθήνα και Λευκωσία (Μητσοτάκης, Αναστασιάδης) και να μην επιχειρήσει να περάσει στο Αιγαίο και στην Κύπρο τις γεωπολιτικές ρυθμίσεις που επιδιώκει εδώ και δεκαετίες, αφαιρώντας οριστικά από τον ελληνικό λαό τα νόμιμα δικαιώματα κυριαρχίας του στον χώρο που κατοικεί εδώ και χιλιετίες. Το έπραξαν ήδη με την «συμφωνία των Πρεσπών», alea jacta est.

Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάζεται επειγόντως η επανεθνικοποίηση του ενδοτικού κρατικού μηχανισμού, η επικράτηση σοβαρότητας και η διατήρηση ανοιχτών διαύλων ειλικρινούς επικοινωνίας της Αθήνας με συμμάχους που μπορούν να προωθήσουν τα συμφέροντα μας, πάντως αυτοί οι σύμμαχοι σίγουρα δεν είναι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η Ελλάδα πρέπει να μάθει να επιζεί στηριζόμενη στην γεωπολιτική της αξία και με συμμάχους που δεν αποσκοπούν στην αυτοαπαξίωση και στην ιστορική της αυτοκτονία.

Γ. Λιναρδής