Κάθε Σάββατο βράδυ, όσοι ασχολούνταν παλιά με ασβεστοκάμινα, πήγαιναν στις περιοχές που παρασκεύαζαν τον ασβέστη, τον συσκεύαζαν σε τσουβάλια ώστε την επόμενη μέρα, την Κυριακή, να τον πουλήσουν στον Ποταμό. Μια παρέα λοιπόν από αυτούς, επέστρεφαν από τα καμίνια τους μαζί με ένα σκύλο. Όταν έφτασαν στο λαγκάδι της Κυρα ‘ρείνης, τοποθεσία που συναντάμε καθώς από τις Καρβουνάδες κατευθυνόμαστε προς Ποταμό, άκουσαν έναν εκκωφαντικό θόρυβο λες και ήταν κάποιος άνθρωπος που χτυπούσε με βία ένα ραβδί στο έδαφος. Ενώ ο ήχος συνεχιζόταν μέσα στη σκοτεινή νύχτα κανείς από αυτούς δεν μπορούσε να διακρίνει κάποια φιγούρα. Το σκυλί είχε πετρώσει. Δεν προχωρούσε ούτε επέτρεπε στα γαϊδούρια να προχωρήσουν. Όλοι έκαναν το σταυρό τους και συνέχισαν το δρόμο τους. Κάποια στιγμή ο ήχος αυτός χάθηκε. Οι ίδιοι όμως δεν είδαν και πάλι τίποτα. Όπως είχε εμφανιστεί, με τον ίδιο ακριβώς μυστήριο τρόπο χάθηκε.