Κατά το 1892 βρισκόμουν στο Μοναστήρι ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού. Βρήκα το εκεί νοσοκομείο της Ελληνικής κοινότητας σε κακή κατάσταση και ανέλαβα δωρεάν την ανακαίνιση και την διεύθυνση του. Οι άρρωστοι έκαναν ουρές σε καθημερινή βάση, αυτό όμως κίνησε την οργή των Τούρκων ιατρών. Μετά από καιρό έτυχε να νοσηλευτεί κάποιος τραυματίας σε άσχημη κατάσταση σχεδόν ετοιμοθάνατος. Μετά από 8 μέρες ο άνθρωπος πέθανε. Τότε οι Τούρκοι δεν έχασαν καιρό να με καταγγείλουν και αναγκάστηκα να παρουσιαστώ μπροστά στον Τούρκο ανακριτή προς ανάκριση, κατηγορούμενος για φόνο εξ αμελείας. Ο αδερφός μου Γιώργος Αρβανίτης, λοχαγός του πεζικού, βρισκόταν τότε με την οικογένειά του στη Χαλκίδα και την μέρα εκείνη είχε καλέσει σε γεύμα τον επίσης τότε λοχαγό και νυν υποστράτηγο κ. Απολλόδωρο Συρμακέζη. Περί του τέλους του γεύματος ακούστηκε ξαφνικά ένας ασυνήθιστος κρότος και τα βλέμματα όλων έπεσαν στο ποτήρι που βρισκόταν στην εστία όπου έσπασε με πάταγο. Ο αδερφός μου ταράχτηκε πολύ και κακά προαισθήματα τον κατέλαβαν για μένα. Αμέσως μου τηλεγράφησε για να μάθει τι μου είχε συμβεί τη συγκεκριμένη ώρα και μέρα. Και εγώ του απάντησα ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν μπροστά στον ανακριτή και μου απηγγέλετο η κατηγορία. Η στιγμή ήταν τραγική γιατί ο ανακριτής έστειλε έγγραφο στον Εισαγγελέα ρωτώντας τον αν πρέπει να κρατηθώ, ενώ έξω από τη πόρτα περίμεναν δύο Καβάσηδες του Ελληνικού Προξενείου έχοντας διαταγή να με πάρουν έστω και με τη βία για να μην προφυλακισθώ. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη του αδερφού μου.