Στην Αθήνα στις αρχές του 1862 γινόντουσαν πολιτικές αλλά και συνωμοτικές κινήσεις κατά του τότε βασιλιά Όθωνα. Ο πατέρας μου λοχαγός τότε του πεζικού και υπασπιστής του φρουραρχείου Αθηνών ήταν ανάμεσα στους συνωμότες. Η μητέρα μου, μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειας, και έμένα βρισκόμασταν στη Χαλκίδα στο πατρικό μας και καθόμασταν το απόγευμα μπροστά στην αναμμένη εστία. Την ησυχία διέκοψε ξαφνικά ένας κρότος ασυνήθιστος και το ποτήρι πάνω στο τραπέζι έσπασε. Η μητέρα μου ταράχτηκε πολύ και την κατέλαβαν κακά προαισθήματα και είπε πως κάτι κακό συμβαίνει στον πατέρα μου. Λόγω του δυνατού προαισθήματος πήγε την άλλη μέρα στην Αθήνα και έτσι έμαθε ότι ο πατέρας μου ακριβώς τη στιγμή που έσπασε το ποτήρι έμπαινε στις φυλακές Καρμπολή και σκεπτόταν συνεχώς την οικογένειά του.