Όταν ήμουν μικρή και βρισκόμουν στο Λεωνίδιο εκλήθη επειγόντως η θεία μου να αναχωρήσει για τον Πειραιά γιατί ο μοναδικό της αδερφός της είχε αρρωστήσει βαριά. Στο σπίτι έμεινε μόνη η κόρη της η οποία με προσκάλεσε να την κάνω παρέα. Γύρω στις 9 το βράδυ και καθώς ήμουνα στην τραπεζαρία του σπιτιού άκουσα δυνατούς θορύβους σαν από σπάσιμο γυαλικών μέσα στο μπουφέ και αμέσως φώναξα την ξαδέρφη μου που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο για να ανοίξει το μπουφέ και να δει τι γίνεται. Παραδόξως όμως τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους. Μετά από λίγο ισχυρότεροι και συνεχείς κρότοι μας τρόμαξαν τόσο πολύ ώστε μας ανάγκασαν να αποσυρθούμε σε ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού με την ελπίδα ότι θα βρίσκαμε εκεί ησυχία. Μάταια όμως γιατί οι κρότοι συνεχίζονταν και εκεί. Για τρίτη φορά αλλάξαμε δωμάτιο αλλά και πάλι αντιληφθήκαμε ότι οι κρότοι μας ακολουθούσαν παντού με την ίδια ένταση. Το φαινόμενο κράτησε από τις 9 το βράδυ μέχρι το πρωί. Τότε λάβαμε τηλεγράφημα ότι ο θείος μου είχε πεθάνει το βράδυ στις 9 ακριβώς, την ώρα δηλαδή που άρχισαν οι κρότοι στο Λεωνίδιο.