Μέσα στη νύχτα, ένα σφύριγμα ακούστηκε κι ευθύς αμέσως ένα τραγούδι υψώθηκε, μελίρρυτο, σαν το φεγγοβόλημα του φεγγαριού και μυστηριακό, σαν τον παφλασμό της θάλασσας, που θώπευε στοργικά τους βράχους της ακρογιαλιάς.

Βουβό το Κάστρο του Ρίου ορθωνόταν μες στη νύχτα. Οι τρομακτικοί πύργοι του με τους δαντελωτούς προμαχώνες φάνταζαν σαν εφιαλτικά χέρια, απλωμένα κατά τη θάλασσα και οι τάφροι με τα νερά, που το έκλειναν ολόγυρα, ήταν πλημμυρισμένες από έναν περίεργο αχό, που νόμιζες ότι γλιστρούσε επάνω στα νερά.

Κι έξαφνα, μια φωνή ρώτησε:

-Τι ώρα είναι;
-Η ώρα της ξωθιάς, απάντησε μια φωνή άλλη.

Και πάλι η βουβαμάρα σκέπασε το κάστρο. Μόνο το τραγούδι εξακολουθούσε γλυκό, σαν το φεγγοβόλημα του φεγγαριού, σε μια γλώσσα που κανείς δεν μπορεί να την κατέχει.

Αλλά, να, που η θάλασσα αναταράσσεται, ένα βουητό βιαστικό καταφτάνει ως τους προμαχώνες και μια κραυγή απόκοσμη, σαν γέλιο στριγκό, σπάει πάνω στα βράχια.

-Μα, τι είναι αυτό που ακούστηκε;
-Ρωτάς τι είναι; απάντησε εκείνος, που είχε αναφέρει προηγουμένως την ξωθιά. Πάει, άνοιξε η θάλασσα και τον κατάπιε κι αυτόν. Η ξωθιά του κάστρου θα κοιμηθεί τώρα ήσυχη.

Το τραγούδι σίγασε. Η θάλασσα συνέχιζε να φλοισβίζει στην ακρογιαλιά και στα νερά της, το φεγγάρι έστρωνε το χρυσάφι του.

Το Κάστρο του Ρίου είναι ένα από τα πιο παλιά κάστρα της Ελλάδας. Μαζί με το αντικρινό Κάστρο του Αντιρρίου, το ταίρι του, είναι και τα δυο ενετικά φρούρια, που τα τυλίγει ο θρύλος, τα καλύπτει η παράδοση, τα στοιχειώνει το αίμα, που πότισε τα θεμέλιά τους κι έβαψε τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους τους, τα κατασκότεινα κελιά τους, τα ερεβώδη υπόγειά τους και τις ανδρείες πολεμίστρες τους.

Το Κάστρο του Ρίου, 1932Το Κάστρο του Ρίου, 1932

Στα τείχη απομένουν ακόμη οι μπάλες των κανονιών, να ψιθυρίζουν για τα περασμένα, για τη λατρεία της βίας και τις δυνάμεις που θεοποίησαν οι άνθρωποι, για να γίνουν από μικροί κι ασήμαντοι, μεγάλοι και τρανοί, στην ίδια εκείνη θέση, όπου οι αρχαίοι Έλληνες είχαν υψώσει κάποτε ολομάρμαρο τον Ναό του Ποσειδώνα.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Τούρκους, έπαυσαν πλέον τα δύο αυτά κάστρα να φοβερίζουν με τα κανόνια τους και στο Κάστρο του Ρίου οδηγήθηκαν όλοι οι βαρυποινίτες και όσοι απειλούσαν την κοινωνία με τα παράνομα καμώματά τους. Μια διαταγή, όμως, μια μέρα, κατήργησε τις φυλακές και ξώμειναν μόνο οι στρατώνες, που παρέμειναν εκεί έως το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της παγκόσμιας αυτής σύρραξης, οι Γάλλοι το κατέλαβαν, ίδρυσαν σ’ αυτό έναν από τους τελειότερους σταθμούς ασυρμάτου και φύλαγαν το πέρασμα, που είναι γνωστό με το όνομα Μικρά Δαρδανέλια, από τα γερμανικά υποβρύχια, που αναζητούσαν μια βάση ανεφοδιασμού.

Πέρασε, όμως, κι ο πόλεμος, οι στρατώνες εγκαταλείφθηκαν και το 1932, οι κάτοικοι του Κάστρου του Ρίου ήταν μόνο ένας κελευστής, που είχε τη φροντίδα του ασυρμάτου, ένας λοχίας, ένας ευφυέστατος στρατιώτης ονόματι Αρβανίτης, η οικογένεια ενός απόστρατου ανώτερου Αξιωματικού, η οικογένεια κάποιου Επιλοχία κι ένας Ρώσος Συνταγματάρχης, που, αφού αντιμετώπισε τη ρωσική θύελλα, κατέληξε να παραθερίζει με τη γυναίκα του και το παιδί του έξω από το Κάστρο, σε μια σκηνή, έως ότου μια διαταγή του Υπουργείου του επέτρεψε να εγκατασταθεί μέσα σ’ αυτό.

Αυτοί μόνο ζούσαν στα εγκαταλελειμμένα οικοδομήματα, αυτοί λειτουργούσαν την παλιά μέσα στο τείχος εκκλησιά, αυτοί άκουγαν τον βόγγο της θάλασσας, αυτοί γνώριζαν καλά τις ιστορίες του Κάστρου, που τις έμαθαν από γέρους τσομπάνηδες, που ξέπεφταν καμιά φορά στο Ρίο. Αυτοί ήξεραν πού βρίσκονταν τα μυστικά περάσματα, οι τυφλοί διάδρομοι στον δαίδαλο των τειχών κι αυτοί έφερναν στα πρόσωπά τους τη σφραγίδα της αγωνίας, ρίχνοντας βαριά σκιά στην καρδιά τους οι ζοφεροί θρύλοι με τα μυστηριακά βογγητά, τα απόκοσμα σφυρίγματα και τα φευγαλέα οράματα.

Ανάμεσα στους άλλους πύργους, ξεχώριζε εκείνος που τον έλεγαν Πύργο του Αράπη. Τον αποκαλούσαν έτσι, επειδή μέσα σ’ αυτόν ήταν κλεισμένο το αόρατο και τρομερό στοιχειό, που αφαιρούσε από τον κάθε τολμηρό άντρα, που θα ρίσκαρε να μπει, το θάρρος του και τη γενναιότητά του. Ο πύργος τούτος δεν είχε καμιά επικοινωνία με το εσωτερικό του κάστρου. Μόνο ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο, που θα έπρεπε να συρθεί κανείς στα γόνατα, για να το περάσει.

Σκυθρωπός, βαρύς, αμείλικτος δέσποζε ο πύργος και γέμιζε με δέος την καρδιά. Τα τεράστια αγκωνάρια του, που χρησίμευαν για τη στήριξή του και οι γυμνές πλέον από ανθρώπινη λαλιά επάλξεις του καταρράκωναν την τόλμη όσων τον προσέγγιζαν. Ο πύργος τούτος είχε έναν άγριο τρόπο που στεκόταν βλοσυρός.

Στο εσωτερικό του είχε τοίχους στρογγυλεμένους και ψηλά είχε μια στρωτή, πέτρινη οροφή. Στο χώμα του εδάφους του διακρίνονταν μερικά πατήματα, μεγάλα και στιβαρά, αλλά ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα γυναικείο ζευγάρι πατημασιών.

Η ιστορία μας, λοιπόν, αρχίζει ακριβώς από αυτές τις γυναικείες πατημασιές, που βρίσκονταν αποτυπωμένες σε μια γωνιά του πύργου και την αφηγήθηκε ένας γέρος τσομπάνος στον διακεκριμένο συγγραφέα και δημοσιογράφο της εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, Χρήστο Αγγελομάτη και στην ομάδα του, ο οποίος πραγματοποιούσε έρευνα για τα στοιχειωμένα κάστρα της χώρας μας. Ο γέρος τσομπάνος υπήρξε συντροφιά για τον δημοσιογράφο, αλλά χρησίμευε, επίσης, ως οδηγός και εξηγητής.

Χρήστος Αγγελομάτης (1903 - 1979)Χρήστος Αγγελομάτης (1903 – 1979)

Ο γηραιός βοσκός μπήκε δειλά μέσα στον Πύργο του Αράπη, μόνο και μόνο επειδή συνέχιζε να λάμπει το φως του ήλιου.

“Αν είχε πάρει να νυχτώσει, δε θα αποκοτούσα να μπω, γιατί ο ήλιος διώχνει τα στοιχειά και η μέρα τα δαμάζει”, ψέλλισε ωχρός, με χείλη που τρεμόπαιζαν. Όλοι συσπειρώθηκαν στη γωνιά, σαν συνωμότες, γύρω από τα μικρά γυναικεία ίχνη και ο τσομπάνος αρχίνησε να λέγει:

“Εδώ, παιδιά μου, ζούσε, μα και θα ζει ακόμη, ο καλός Αράπης. Κακό να μην τον πείτε, γιατί θυμώνει και αλί σε εκείνον που θα δοκιμάσει τον θυμό του. Ζούσε μονάχος, χωρίς κανείς να τον βλέπει και να τον γνωρίζει. Όσοι δοκίμασαν να μπουν στο κελί του, τυφλώθηκαν με μιας κι όσοι μπήκαν τελικά, δεν ξαναείδαν πια το φως του ήλιου. Αυτή ήταν η μοίρα, τους, μεγάλη η χάρη του Θεού.

Αλλά ήταν γραφτό, βλέπετε, να μπει και μια κοπέλα και να μη μείνει τίποτε άλλο από αυτήν, παρά τα μικρά πατήματά της σε τούτο εδώ το χώμα.

Ήταν μια κοπέλα είκοσι χρόνων. Είχε την ασπράδα του χιονιού στο δέρμα της, τα χείλη της του κερασιού το χρώμα, τα τσίνορά της τη μαυρίλα του κοράκου και καμιάν ιτιά δε θα μπορούσε να πει πως ήταν τόσο λυγερή, όσο το κορμί της. Μα, έσβησαν τα νιάτα και η ομορφιά της μέσα στον Πύργο του Αράπη κι ένας παραπονεμένος θρήνος απλώθηκε πάνω από το Ρίο και χώθηκε σαν αγκάθι σε κάθε ανθρώπινη καρδιά…”