Κάποιος Καλαμπάκης γύριζε μια νύχτα του Δωδεκαημέρου από το νερόμυλο της περιοχής στη καλύβα του, στη θέση Αργυρώ, όταν πρόσεξε δύο όντα που φορούσαν χοντρά πανωφόρια με κουκούλες να τον ακολουθούν. Κάποια στιγμή τα πλάσματα τον έφτασαν και τον άρπαξαν, τον έγδυσαν και τον πασσάλειψαν με ένα υλικό που έβγαζε μια ανυπόφορη βρώμα. Ύστερα κατά τα φαινόμενα τον παράτησαν εκεί και έφυγαν. Οι δικοί του ψάχνοντας, τον ανακάλυψαν τελικά σ' εκείνο το σημείο, ήταν ολόγυμνος, βρωμούσε απαίσια και έκανε σαν να είχε παραφρονήσει. Φυσικά αντιμετώπισαν την κατάσταση με το μόνο και πλέον αποτελεσματικό τρόπο της εποχής : τον πήγαν σ' ένα μοναστήρι όπου ο Καλαμπάκης νήστεψε, μετανόησε και "ήρθε στα συγκαλά του¨.