Τον Σεπτέμβριο του 1930, οι κάτοικοι της οδού Αλικαρνασσού στον Κολωνό και ιδιαιτέρως, εκείνοι που έμεναν στην πολυκατοικία με τον αριθμό 26, ήταν κυριολεκτικά τρομοκρατημένοι, μην ξέροντας πού να απευθυνθούν για βοήθεια, στην Αστυνομία ή στους πνευματιστές, καθώς μυστηριώδη φαινόμενα λάμβαναν χώρα.

 

Στις αρχές του μήνα, σ’ ένα σιδηρουργείο, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Λένορμαν, μόλις εκατό μόνο βήματα από την πολυκατοικία της οδού Αλικαρνασσού, μετακινούνταν ανεξηγήτως τα έπιπλα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι περίοικοι άκουγαν ισχυρούς χτύπους καθ’ όλη τη νύχτα, ενώ το κατάστημα ήταν έρημο και η μοναδική του πόρτα ήταν ερμητικά κλεισμένη από έξω.

 

Ο ιδιοκτήτης του σιδηρουργείου έβρισκε κάθε πρωί τα εργαλεία του σε άλλη θέση και τον χώρο μονίμως ανάστατο. Μάλιστα, ένα πρωί βρήκε μια ξιφολόγχη, βγαλμένη από τη θήκη της και καρφωμένη βαθιά στο πάτωμα, πράγμα που τον παρέλυσε από φόβο.

 

Μια άλλη μέρα, γύρω στο μεσημέρι, ο μικρός υπάλληλος του σιδηρουργείου καθόταν στην είσοδο του μαγαζιού, όταν είδε ξαφνικά στο βάθος της αίθουσας έναν φουστανελοφόρο, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του μια στάμνα. Αφού ο παράξενος φουστανελοφόρος την περιέφερε για λίγες στιγμές, κατόπιν την εκσφενδόνισε άγρια προς τον τοίχο. Ο μικρός ετράπη, βεβαίως, σε άτακτη φυγή, καλώντας σε βοήθεια τους γείτονες. Η στάμνα είχε προξενήσει έναν συνταρακτικό κρότο και είχε μεταβληθεί σε χίλια κομμάτια, ενώ τα ίχνη, που είχε αφήσει η βίαιη θραύση της πάνω στον τοίχο, φαίνονταν ολοκάθαρα.

 

Μα, λίγες ημέρες αργότερα, τα ανεξήγητα φαινόμενα του σιδηρουργείου έπαψαν μυστηριωδώς. Η συγκίνηση, που είχε προκαλέσει στους περιοίκους, είχε πλέον μετριαστεί αισθητά. Δεν φανταζόταν, όμως, κανείς, ότι νέα υπερφυσικά γεγονότα θα τάρασσαν και πάλι την αθηναϊκή εκείνη συνοικία.

 

Συγκεκριμένα, πολύ κοντά στο πολύπαθο σιδηρουργείο της Λένορμαν, υπήρχε μια πολυκατοικία στην οδό Αλικαρνασσού, αριθμός 26, στην οποία κατοικούσαν δεκαπέντε και πλέον οικογένειες. Εντελώς απροσδόκητα, το οίκημα αυτό άρχισε να λιθοβολείται κατά έναν παράδοξο τρόπο. Νέο, πάλι, θέμα συζητήσεως για τη γειτονιά του Κολωνού, νέες συγκινήσεις και δράματα, ενώ πολλαπλασιάστηκαν εκείνοι, που έκαναν λόγο για θυμωμένα πνεύματα και ανεξέλεγκτα φαντάσματα.

 

Ο πρώτος λιθοβολισμός σημειώθηκε μετά τις δέκα η ώρα το βράδυ και ο στόχος του θεωρήθηκε τυχαίος. Όμως, οι σφοδρές ριπές των λίθων παρατείνονταν, καταλήγοντας αλληλοδιαδοχικά στις τρεις αυλές της πολυκατοικίας. Οι ένοικοι τον εξέλαβαν αρχικά ως κακόγουστη φάρσα και απευθύνθηκαν στην Αστυνομία. Πράγματι, δύο Αστυνομικοί βρέθηκαν εκεί άμεσα.

 

Γεμάτα αμφιβολία τα όργανα της τάξης, ως προς την αλήθεια και τη σοβαρότητα των καταγγελιών, προχώρησαν διστακτικά προς την πρώτη αυλή. Ξάφνου, μια πελώρια πέτρα πέρασε ξυστά από τα κεφάλια τους και κατέληξε με ορμή στα πόδια τους. Ακολούθησαν κι άλλες, κι άλλες… Έτσι, οι Αστυνομικοί πείστηκαν για την επικινδυνότητα της κατάστασης και αποσύρθηκαν από την “εμπόλεμη ζώνη”.

 

Σε λίγο, ολόκληρη η δύναμη του 6ου Αστυνομικού Τμήματος είχε μεταφερθεί στην οδό Αλικαρνασσού. Οι γωνίες, οι ταράτσες, οι καπνοδόχοι είχαν καταληφθεί από τους Αστυνομικούς. Ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο φυλασσόταν με δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Εις μάτην, όμως… Οι πέτρες εξακολουθούσαν να ρίχνονται με δύναμη μπροστά στα έκπληκτα μάτια των οργάνων της τάξης, που παρέμειναν εκεί καθ’ όλη τη νύχτα, ακοίμητοι φρουροί. Κανείς δεν είχε κλείσει μάτι εκείνη την αλλόκοτη νύχτα, καθώς ο λιθοβολισμός μαινόταν λυσσαλέος.

 

Την επόμενη βραδιά, η περιέργεια του κόσμου είχε κορυφωθεί, αλλά και το πείσμα των Αστυνομικών να συλλάβουν τον άφαντο λιθοβόλο είχε φτάσει στο απόγειό του. Έτσι, ντυμένοι με πολιτικά, ακροβολίστηκαν σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο πέριξ της πολυκατοικίας. Οι τεράστιες πέτρες, που εκτοξεύονταν από κάθε κατεύθυνση, θα έπρεπε να ρίπτονται από κοντινή απόσταση, διότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να εκσφενδονίσει κάποιος τόσο μεγάλες πέτρες από τόσο μεγάλη απόσταση.

 

 

Εκείνο το βράδυ καταγράφηκαν διάφορες ζημιές σε πολλά διαμερίσματα, όπως σπασίματα παραθύρων και επίπλων. Μα, μια πέτρα κτύπησε στο κεφάλι τη δεσποινίδα Κούλα Παπύρη και της προξένησε ευτυχώς μόνο έναν μικρό μώλωπα.

 

Οι περίοικοι, απεγνωσμένοι, φοβισμένοι και κατάκοποι από την αϋπνία, κατηγορούσαν έναν από τους ενοίκους, που πίστευαν ότι είχε ιδιότητες μέντιουμ. Φρονούσαν, λοιπόν, ότι έπρεπε το μέντιουμ να απομακρυνθεί άμεσα από την οικία του, ώστε να ησυχάσουν.

 

Κατά την Αστυνομία, εξ άλλου, οι λίθοι ρίπτονταν από κάποιον επιτήδειο, άγνωστο για ποιον λόγο. Μα, το εξαιρετικό μέγεθος των λίθων, σε συνδυασμό με την αδυναμία της Αστυνομίας να ανακαλύψει και να συλλάβει τον δράστη, είχαν κλονίσει την εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων της γειτονιάς, οι οποίοι δέχονταν, ως μοναδικά αποδεκτή, την εκδοχή να εμπλέκεται κάτι το υπερφυσικό σε εκείνους τους ανελέητους λιθοβολισμούς.

 

Οι έρευνες των αστυνομικών αρχών, πάντως, συνεχίζονταν απρόσκοπτα, ενώ οι γείτονες σφάλιζαν τα παράθυρά τους και κοιτούσαν επιφυλακτικά μέσα από τις γρίλιες, μόλις έπεφτε η νύχτα, κάνοντας τον σταυρό τους, μήπως και ξορκίσουν το κακό…

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 12/09/1930…