Τον Ιούλιο του 1931 πήρα 15 μέρες κανονική άδεια και πήγα στη Βούλα για να περάσω τις μέρες της άδειάς μου μένοντας σε σκηνή με τον φίλο μου κ. Έφορο, υπολοχαγό διαχειρίσεως. Το απόγευμα της καθόδου μου στη Βούλα, με συνόδευσαν ως εκεί η μητέρα μου και ο αδερφός μου οι οποίοι έφυγαν μετά από λίγο για Αθήνα με την μοτοσικλέτα του αδερφού μου. Την τρίτη νύχτα διαμονής μου στη Βούλα μου συνέβη το εξής : Έπεσα να κοιμηθώ σε ένα μικρό κρεβάτι εκστρατείας που είχα στη σκηνή στην οποία διέμενε επίσης και ο φίλος μου κ. Έφορος. Έπεσα ήσυχος λοιπόν για ύπνο στο δεξί πλευρό και με το κεφάλι κάθε άλλο παρά βαρύ έτσι ώστε δεν είχα το παραμικρό όνειρο. Ύστερα από δύο ώρες περίπου (ώρα 1.50-2.00 πρωινή) τινάχτηκα απότομα από το κρεβάτι μου με καρδιοχτύπι και αγωνία απερίγραπτη σαν να με ξύπνησε και με σήκωσε μία ακαταμάχητη δύναμη. Δεξιά μου υπήρχε μία ακαθόριστη, ελαφρότατα ορατή ανθρώπινη φιγούρα, χωρίς όμως καθορισμένο περίγραμμα. Παρ’ όλη την αγωνία και τον φόβο όρμησα να την πιάσω δύο φορές και δύο φορές μου ξέφυγε. Χτύπησα με δύναμη τον κεντρικό στύλο της σκηνής η οποία ταρακουνήθηκε, από τον θόρυβο ξύπνησε ο σύντροφός μου ο οποίος έντρομος με ρώτησε τι συμβαίνει. Τότε μου φάνηκε πως η οπτασία διέγραψε στροφή γύρω από τον κεντρικό στύλο και βγήκε έξω από τη σκηνή. Την καταδίωξα μερικά μέτρα έξω, έκανα μία τρίτη και ύστατη προσπάθεια να την συλλάβω, την τελευταία μάλιστα φορά θυμάμαι πως φώναξα «Σ’ έπιασα!». Τότε συνήλθα πλήρως και παρ’ όλο που είχα προηγουμένως πλήρη επίγνωση των εξωτερικών αντικειμένων μου φάνηκε πως βρισκόμουν σε μια κατάσταση κάπως διαφορετική από αυτή της εγρήγορσης. Όταν αποκοιμήθηκα και πάλι, είδα ξανά εφιάλτη, ότι πάλευα με κάποιο αόρατο ον που όμως ήταν αδύνατο να το πιάσω ή να το νικήσω. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο αδερφός μου και μου έφερε το νέο ότι την προηγούμενη νύχτα πέθανε η μητέρα μου ξαφνικά από συγκοπή (έπασχε από στηθάγχη) και ότι με ζητούσε επίμονα.