'Από ήμερολογιακες σημειώσεις ένός Ιερομονάχου, σί όποίες άναφερονται στίς έμπειρίες του άπό τόν π. Παϊσιο, άποσπώ ένα τμήμα πού παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφερον:«'Ο Γέροντας μού πρότεινε αύριο πού είναι τού 'Αγίου Χαραλάμπους νά πάω νά λειτουργήσω στό κελί του. `Η χαρά μου δέν περιγραφόταν. Συνεννοηθήκαμε γιά τήν ώρα κι έφυγα πετώντας άπό τή χαρά. Τό πρωί πού πήγα στό κελί τού Γέροντα ήμουν ένθουσιασμένος. 'Ο Γέροντας έψελνε άργοσύντομα μέ τή λεπτή φωνούλα του, πού θύμιζε παιδάκι. 'Ηταν προσηλωμένος σ' αύτά πού έψελνε καί διάβαζε καί μού μετέδιδε τήν ατμόσφαιρα τής κατάνυξης στήν όποία ζούσε. "Οταν μπήκαμε στή Λειτουργία, νόμιζα πώς θά σπάσει ή καρδιά μου άπό τή συγκίνηση. Θυμάμαι πού κοιτούσα στα κλεφτά τόν Παππού καί παρακαλούσα νά σταματήσει ο χρόνος γιά μένα έκεί. Στήν ώρα τού κοινωνικού ό Γέροντας πλησίασε καί κοινώνησε. "Οταν είπα τό "πάντοτε νϋν καί άεί" στραμμένος πρός τόν κυρίως ναό, είδα τό Γέροντα νά είναι πάνω άπό τό πάτωμα και νά αιωρείται. "Εντρομος έριξα το βλέμμα μου νά δώ τήν έκφρασή του καί κατέβασα αμέσως τά μάτια μου, γιατί τό πρόσωπο τού Γέροντα ήταν όλο Φώς καί δέν μπορούσα νά διακρίνω ούτε έκφραση ούτε πρόσωπο».