Η μαγεία δεν είναι, βέβαια, σημερινή υπόθεση. Τα μάγια τα γνώριζαν οι άνθρωποι από αρχαιοτάτων χρόνων και κατέφευγαν συχνά σ’ αυτά κάθε φορά που επιθυμούσαν να εκπληρωθεί κάποια ευχή τους ή να πραγματοποιηθεί κάποια κατάρα τους. Προ πάντων, όμως, τα χρειάζονταν στη δεύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή επιζητούσαν να βλάψουν τους εχθρούς τους.

 

Ο Λουκιανός ανέφερε ότι οι γυναίκες της εποχής του έκαναν τακτικά χρήση μαγικών φίλτρων, ειδικά οι ανύπαντρες. Αλλά και οι παντρεμένες, που ζήλευαν τους άντρες τους και ήθελαν να τους κρατήσουν δικούς τους, φρονούσαν πως μονάχα με τα μάγια θα το κατόρθωναν.

 

Κάποια αρχαία εταίρα, η Βακχίς, μιλώντας για μια σύγχρονή της μάγισσα, έλεγε τα εξής:

 

“Τα μάγια της είναι αλάνθαστα και δε ζητάει μεγάλη αμοιβή για τον κόπο της. Μια δραχμή κι ένα ψωμί της φτάνουν. Χρειάζεται, όμως, να έχεις ακόμα έτοιμους εφτά οβολούς, που θα πρέπει να τους βάλεις μέσα σ’ ένα πιάτο με αλάτι, καθώς επίσης και μια λαμπάδα και λίγο θειάφι. Η μάγισσα θα τα πάρει μαζί της και θα σου ετοιμάσει εκείνο που επιθυμείς. Πρέπει να πιει κι ένα ποτήρι κρασί ως τον πάτο”.

 

Η Βακχίς συνέχιζε: “Για να μη λείπει τίποτε από τα απαραίτητα της ετοιμασίας, πρέπει να της δώσεις κατιτί, που ανήκε άλλοτε στον άντρα που θες να γοητέψεις, όπως ένα ρούχο του ή λίγες τρίχες από τα μαλλιά του. Όλα αυτά τα παίρνει η μάγισσα, τα καρφώνει κάπου συγκεκριμένα, τα θυμιατίζει με θειάφι, ενώ συγχρόνως ρίχνει αλάτι στη φωτιά, προφέροντας τα ονόματα του άντρα και της γυναίκας. Έπειτα, βγάζει από τον κόρφο της ένα ραβδί, κάνει μ’ αυτό διάφορα σημεία στον αέρα και προφέρει πολύ γρήγορα μαγικές λέξεις, καθώς και ονόματα ξενικά κι αλλόκοτα…”

 

Δε μπορούμε να γνωρίζουμε τα αποτελέσματα, που είχε η μαγεία εκείνον τον καιρό. Πάντως, από τον αριθμό των μαγισσών που μας διέσωσαν ονομαστικώς οι αρχαίοι συγγραφείς, συμπεραίνουμε πως ήταν πολλές και πως προφανώς δεν έβγαιναν ζημιωμένες από το επάγγελμά τους. Εντύπωση προκαλεί πως ακόμα και σήμερα, οι μάγισσες χρησιμοποιούν λίγο-πολύ τα ίδια υλικά και μέσα.

 

Για τα μάγια στα διάφορα μέρη της Παλαιάς Ελλάδας έχουν γραφτεί πολλά, μα πολύ ενδιαφέροντα ήταν εκείνα που συνέβαιναν στη Μακεδονία. Εκεί οι γυναίκες απέφευγαν ύστερα από το λούσιμο να βγαίνουν στο δρόμο, γιατί τότε ήταν πιο εύκολο να τις μαγέψουν.

 

Επίσης, όταν μια γυναίκα γεννούσε μόνο κορίτσια και ήθελε να γεννήσει και αγόρια, έπρεπε στον καιρό της λεχωνιάς της να βάλει μέσα σ’ ένα γλύκισμα εφτά φακές, βρασμένες μόνο σε νερό και να το φάει. Το νερό, όμως, αυτό έπρεπε να ήταν παρμένο την ώρα της βροχής, από την αστρέχα ενός σπιτιού, μέσα στο οποίο κάθονταν όλο γυναίκες και δεν υπήρχε κανένας άντρας. Αλλιώς, έπρεπε να πάρει το νερό από ένα αυλάκι, που θα το έχουν δρασκελίσει εφτά γελάδες στη σειρά.

 

Ο "Κατάδεσμος της Πέλλας" είναι μια κατάρα (αρά), γραμμένη σε φύλλο μολύβδου και χρονολογείται στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ. Βρέθηκε στην Πέλλα το 1986 και δημοσιεύτηκε στο "Hellenic Dialectology Journal" το 1993. Είναι ερωτική μαγική επωδός από μια γυναίκα, πιθανώς ονόματι Δαγίνα, της οποίας ο εραστής Διονυσοφών επρόκειτο να νυμφευθεί την Θετίμα (εκείνη που τιμά τους θεούς). Στην Αττική διάλεκτο, το όνομά της θα έπρεπε να είναι Θεοτίμη. Επικαλείται τον "Μάκρωνα και τους δαίμονες" να μεταστρέψουν τον Διονυσοφώντα (το φως του Διονύσου), ώστε να παντρευτεί εκείνην αντί της Θετίμας και ποτέ να μην παντρευτεί άλλη γυναίκα, εκτός αν η ίδια ξετυλίξει τον κατάδεσμο.

Ο “Κατάδεσμος της Πέλλας” είναι μια κατάρα (αρά), γραμμένη σε φύλλο μολύβδου και χρονολογείται στον 4ο ή 3ο αιώνα π.Χ. Βρέθηκε στην Πέλλα το 1986 και δημοσιεύτηκε στο “Hellenic Dialectology Journal” το 1993. Είναι ερωτική μαγική επωδός από μια γυναίκα, πιθανώς ονόματι Δαγίνα, της οποίας ο εραστής Διονυσοφών επρόκειτο να νυμφευθεί την Θετίμα (εκείνη που τιμά τους θεούς). Στην Αττική διάλεκτο, το όνομά της θα έπρεπε να είναι Θεοτίμη. Επικαλείται τον “Μάκρωνα και τους δαίμονες” να μεταστρέψουν τον Διονυσοφώντα (το φως του Διονύσου), ώστε να παντρευτεί εκείνην αντί της Θετίμας και ποτέ να μην παντρευτεί άλλη γυναίκα, εκτός αν η ίδια ξετυλίξει τον κατάδεσμο.

Ακόμα κι όταν μάγευαν το νερό και έβραζαν μέσα σ’ αυτό τις εφτά φακές, έπρεπε να πουν και την ακόλουθη επωδό:

 

“Η κυρά Φακή γέννησε φακές

και οι φακές φακούλες

το θηλυκό εθήλιασε

και σερνικό δε βρήκε

κι έτσι στον κόσμο έμεινε

πηγή θηλυκομάνα”.

 

Στη Μακεδονία πίστευαν, επίσης, ότι όταν είχε βγάλει κάποιος εξογκώματα στους κόμπους των χεριών και των ποδιών του, αρκούσε να τα τρίψει τρία Σάββατα στη σειρά, που να μην είχαν φεγγάρι, μ’ ένα κόκαλο νεκρού, παρμένο από παλιό νεκροταφείο. Ύστερα από αυτές τις παράξενες εντριβές, τα εξογκώματα εξαφανίζονταν.

 

Μα, πουθενά στον κόσμο η μαγεία δεν είχε επικρατήσει τόσο πολύ, όσο στη Βρετάνη, την πανέμορφη επαρχία της Γαλλίας. Στη Βρετάνη υπήρχαν πολλοί μάγοι, που ισχυρίζονταν ότι τα βιβλία, τα οποία συμβουλεύονταν για να παρασκευάσουν τα μάγια τους, δεν τα είχε δει ποτέ κανένας, είχαν το μέγεθος άνθρωπου και τα ξόρκια τους ήταν γραμμένα πάνω σε μαύρο χαρτί με κατακόκκινα γράμματα. Έλεγαν ότι θα πάθαινε μεγάλο κακό, όποιος τολμούσε να δει τι έγραφαν εκείνα τα τεράστια και τρομακτικά βιβλία. Όλες οι συμφορές του κόσμου θα έπεφταν στο κεφάλι του.

 

Στη Βρετάνη, οι γριές μάγισσες συντηρούνταν αποκλειστικά από τους άλλους. Κάθε βράδυ περνούσαν από τα σπίτια του χωριού και γύρευαν τρόφιμα και χρήματα, που κανείς δεν τολμούσε να τους τα αρνηθεί από φόβο, ενώ τις μυστικές συνταγές τους πρόσεχαν να μην τις μάθει ποτέ κανείς.

 

Έτσι, ελάχιστες είναι γνωστές, μεταξύ των οποίων και η παρακάτω: Αν επιθυμούσες να πεθάνει ο εχθρός σου, έπαιρνες σκόνη από έναν τάφο μια νύχτα, που θα είχε βγει ολοκαίνουριο φεγγάρι. Την ανακάτευες με κάμποσο αχρησιμοποίητο κερί, με ξύσματα από νύχια και πρόσθετες μια σκοτωμένη αράχνη. Το μείγμα το έριχνες κρυφά στην τσέπη του εχθρού σου και μέσα στην ίδια χρονιά, θα ήταν πεθαμένος.

 

Κατά τα μεσάνυχτα, οι μάγισσες της Βρετάνης ξανοίγονταν στο πέλαγος με ένα ιστιοφόρο, για να συναντήσουν τον Σατανά. Λέγανε, μάλιστα, πως κάποιος ναυτικός έτυχε να ανταμώσει κάποτε ένα τέτοιο ιστιοφόρο και την άλλη μέρα, έπεσε από το κατάρτι του καραβιού του και σκοτώθηκε.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 02/04/1931…