Κάποτε, λοιπόν, ό εύλαβέστατος Γερο - 'Ιωάσαφ άπό τόν 'Αγιογραφικό Οίκο των 1ωασαφαίων,  Παππούς, είχε φιλοξενήσει μερικούς λαϊκούς μέ τήν 'Αβραμιαία του φιλοξενία, άλλά έκείνοι, δυστυχώς, ένώ καλοπέρασαν, σκανδαλίστηκαν μετά, γιατί νόμιζαν ότι καλοπερνούν οί Καλόγεροι - ένώ έκείνος ζούσε καλογερικά. 'Επειδή όμως ήταν δύσκολο νά το καταλάβουν αύτό οί κοσμικοί, θεώρησε καλό ο Γερο - 'Ιωάσαφ νά τούς γυρίση στά Καλύβια τής Καψάλας, γιά νά ώφεληθοϋν μέ άλλον τρόπο, μιά πού δέν είχαν καλούς λογισμούς. 'Αφού έπισκέφθηκαν μερικούς Ασκητάς καί έμειναν έκπληκτοι οί λαϊκοί, τούς πέρασε καί άπό τό Ασκητήριο τού Γερο - Τρύφωνα. Οταν είδαν τό Γεροντάκι μέσα σ' έκείνη τήν έγκατάλειψη, τάχασαν! Λέει ο ταπεινόφρων Γερο - 'Ιωάσαφ στούς έπισκέπτες: -'Εγώ πού έχω γνωριμίες μέ άνθρώπους, δέν έχω ούτε αύτή τήν χαρά πού έχει ο Γερο - Τρύφων, άλλά ούτε καί τή γνωριμία πού έχει ο Γέροντας μέ τά άγρια ζώα καί τά πουλιά τού ούρανοϋ, πού τού κάνουν συντροφιά. Γιά νά βεβαιωθείτε γι' αύτό, θά φωνάξω πρώτα έγώ. Καί φωνάζει γιά νά μαζευτούν τά πουλιά, άλλά τίποτα. Μετά άπό λίγο νάτος καί ό Γερο - Τρύφων μέ τό σταμνί, γιά νά τούς προσφέρη λίγο νερό. Τού λέει δ Γερο -'Ιωάσαφ:

- Τί τόπος είναι αύτός, Γερο - Τρύφωνα; Δέν έχει ούτε ένα πουλί!

'Απαντάει ο Γέροντας μέ όλη τήν άπλότητά του

: - Μπρέ, πώς δέν έχει πουλιά;

Φωνάζει λοιπόν και γέμισε ο τόπος από διάφορα πουλιά, που τον τριγύριζαν. Άλλα κάθονταν στους ώμους του και άλλα επάνω στη σκούφια του! Θαύμασαν οι επισκέπτες και έφυγαν ωφελημένοι πνευματικά, δοξάζοντας το Θεό.