Κάποτε, είχε στείλει τόν άρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σέ μιά Μονή, γιά νά δώση τό έργόχειρο τους καί νά περάση καί άπό τόν κηπουρό τής Μονής νά τού δώση μιά κουτάλα καί νά τού ζητήση ένα λάχανο. 'Ο κηπουρός όμως, έπειδή ήταν πολύ θυμωμένος, - κάτι είχε - τού πέταξε ένα κοτσάνι άπό λάχανο μέ δύο φύλλα άχρηστα καί συνέχισε τήν δουλειά του. 'Ο Πατήρ Τρύφων τό πήρε, χωρίς νά πή τίποτε, καί ξεκίνησε γιά τήν Καψάλα, άλλά σέ όλη τήν διαδρομή σκεφτόταν τόν Γέροντά του, πού ήταν γεροντάκι, καί τί λάχανο Θά έτρωγε! 'Ο Γέροντάς του πάλι, όταν είδε τό κοτσάνι μέ τά δύο φύλλα, σκέφτηκε τόν υποτακτικό του τί θά φάη. Τού λέει λοιπόν νά άνάψη φωτιά καί νά βάλη νερό στό μπακίρι (στήν κατσαρόλα). Παίρνει μετά ό Γέροντας τό κοτσάνι, τό βάζει μέσα καί τό σταυρώνει. Μετά άπό λίγη ώρα στέλνει τόν Πατέρα Τρύφωνα νά σηκώση τήν κατσαρόλα άπό τήν φωτιά.

- Μπρέ, τί νά δώ! μού έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στό μπακίρι! "Οπως φαίνεται, καί ό Γέροντάς του είχε αγιότητα, γιατί άλλιώς δέν έξηγείται!