Κάποτε, μού έλεγε, τού είχε παρουσιασθή δ διάβολος μέσα στό κελλί του σάν σκύλος φοβερός, o όποίος πετούσε φωτιές άπό τό στόμα του, καί όρμησε έπάνω του νά τόν πνίξη, γιατί καιγόταν, όπως τού είπε, άπό τίς προσευχές του. 'Ο Γερο - Αύγουστίνος τόν άρπαξε καί τόν πέταξε στόν τοϊχο καί τού είπε:

- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τά πλάσματα τού Θεού;

Μού έλεγε στήν συνέχεια δ Γέροντας:

- Καί o διάβολος δυνατός, άλλά καί έγώ μπαμπάτσικος, τόν κόλλησα στόν τοίχο. Μετά όμως πολύ μέ έτυπτε ή συνείδησή μου, πού χτύπησα τόν διάβολο. Περίμενα μέ άγωνία πότε νά φωτίση, γιά νά πάω στόν Πνευματικό μου νά έξομολογηθώ, γιατί χτύπησα τόν διάβολο. Μόλις φώτισε, πήγα στήν Προβάτα, στόν Πνευματικό μου, καί έξομολογήθηκα. 'Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός καί δέν μού έβαλε καθόλου κανόνα, άλλά μού είπε νά κοινωνήσω. 'Εγώ άπό τήν χαρά μου όλη τήν νύχτα έκανα κομποσχοίνι καί μετά πήγα στήν Θεία Λειτουργία καί κοινώνησα. "Οταν ο Παπάς έβαζε τήν 'Αγία Λαβίδα στό στόμα μου, είδα τήν 'Αγία Κοινωνία κομμάτι Κρέας καί Αίμα καί τήν μασούσα, γιά νά τήν καταπιώ. Παράλληλα ένιωθα καί μιά μεγάλη άγαλλίαση, πού δέν μπορούσα νά τήν άντέξω. 'Από τά μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, καί τό κεφάλι μου φώτιζε σάν λάμπα. "Εφυγα δέ γρήγορα, γιά νά μή μέ ϊδοϋν οί Πατέρες, καί τήν Θεία Εύχαριστία τήν διάβασα μόνος μου στό κελλί μου.