"Εναν καιρό ο Πατήρ "Ανθιμος ήσύχασε στά ύψη τού "Αθωνα γιά άρκετό χρονικό διάστημα. 'Ο άδελφος, δ Τραπεζάρης, πολύ άνησύχησε καί προσευχήθηκε στον Θεό νά πληροφορήση τόν Γέροντα νά έλθη στήν Μονή, γιά νά τόν ώφελήση πνευματικά. Τού έλεγε δέ ο λογισμός του: «"Ισως τώρα ο Γέροντας στήν έρημο νά έχη άποκάμη άπό τούς κόπους τον, κι έγώ, άν ήταν έδώ, Θά τόν οικονομοϋσα μέ λίγη τροφή, θά τού έκανα ένα τσάϊ». Τήν άλλη μέρα, τό πρωί, δ Γέροντας ήλθε στό Μοναστήρι καί είπε στον φίλο τον χαριτολογώντας:

-'Ορίστε, κατά τήν έπιθυμία σον ήλθα άπό τόν "Αθωνα, κατάκοπος καί μέ πόδια κομμένα άπό τις πέτρες. Τό τσάϊ σου άξίζει τέτοιον κόπο!

'Ο άδελφός είδε τήν προόρασή του καί τού ζήτησε συγχώρεση γιά τόν κόπο πού τού προξένησε.