Μια νησίδα που βρίσκεται στο σύμπλεγμα των Φούρνων αποτελεί την τοποθεσία μιας πολύ αινιγματικής και ανατριχιαστικής ιστορίας που συνέβει πολλά χρόνια πριν και την έφερε στο φως ο συνεργάτης Πάρις Τσαντές (Βλέπε κα περιοδικό Terra Incognita Τεύχος Νο5) Στη νησίδα αυτή βρισκόταν μια σπηλιά για την οποία υπήρχε ο θρύλος ότι ζούσε ένας αράπης ή στοιχειό το οποίο προστάτευε κρυμμένους μυθικούς θησαυρούς. Σήμερα η σπηλιά αυτή είναι υποθαλάσσια. Το 1940 κάποιος ψαράς ονόματι Γ.Κ. σκέφτηκε να πάει στη περιβόητη σπηλιά με τους θησαυρούς στη νησίδα των Φούρνων. Πρότεινε και στον αδερφό του να τον συνοδέψει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Έτσι ο Γ.Κ. ξεκίνησε μόνος για το ταξίδι του. Μια μέρα αργότερα ο Γ.Κ. βρέθηκε καταμεσής στη θάλασσα μέσα στη βάρκα του από ψαράδες του νησιού. Και φυσικά δεν ήταν σώος ούτε αβλαβής. Να πως περιγράφει την κατάστασή του ένας από τους σωτήρες του. «Όλο του το σώμα ήταν λες και είχε πάθει κρυοπαγήματα. Παντού το δέρμα του είχε μαυρίσει και ήταν σχεδόν σάπιο. Μετά καταλάβαμε ότι είχε τυφλωθεί. Δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε, έλειψε μόνο μία μέρα. Αυτή η διαβολική σπηλιά φταίει…» Δύο μέρες αργότερα ο. Γ.Κ. πέθανε χωρίς να μπορέσει να πει κάτι που θα έριχνε φως στο μυστήριο. Το μόνο που έλεγε διαρκώς ήταν κάτι αόριστο για κάποιο «σκύλο». (Σημ. Aragorn : Διαβάστε την ιστορία με το λυκόσκυλο των Φούρνων στο PARANORMAP.) Ύστερα απ’ αυτό κάποιοι θέλησαν να βρουν λύση στο αίνιγμα. Έτσι, μια ομάδα επτά ατόμων με επικεφαλής τον αδερφό του άτυχου Γ.Κ. ξεκίνησε για την «διαβολική σπηλιά». Δεν ήταν περισσότερο τυχεροί από εκείνον. Τα ίχνη τους χάθηκανν. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο αδερφός του Γ.Κ. Ήταν σε κακά χάλια. Είχε φτάσει κολυμπώντας. Η βάρκα και οι υπόλοιποι ήταν άφαντοι. Το μόνο που είχε μαζί του ήταν ένα παράξενο αντικείμενο : κάτι σαν κομμάτι υφάσματος που έμοιαζε με μαντήλι με βαθύ μωβ χρώμα πάνω στο οποίο ήταν κεντημένα σχέδια ή σύμβολα με πράσινη κλωστή. Όταν ο άνθρωπος αυτός συνήλθε, δεν μπόρεσε να διαφωτίσει τους συγχωριανούς του για το τι είχε συμβεί. Όλα έδειχναν ότι είχε πάθει αμνησία και ότι είχε υποστεί έντονο σοκ. Οι συγγενείς των άλλων ατόμων που είχαν πάει μαζί του άρχισαν να τον κατηγορούν ότι είχε σκοτώσει τους συντρόφους του για να καρπωθεί τον υποτιθέμενο θησαυρό και ότι στην συνέχεια αφού τον έκρυψε σε κάποιο ασφαλές σημείο προσποιήθηκε την ιστορία με την αμνησία και το σοκ. Οι τοπικές αστυνομικές αρχές τον συνέλαβαν. Όμως καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία για κάτι τέτοιο, δεν μπορούσαν να τον κατηγορήσουν και έτσι τον άφησαν ελεύθερο. Όμως το κλίμα ήταν ανθυγιεινό για εκείνον. Έφυγε και εγκαταστάθηκε σε μια από της τριγύρω νησίδες. Πολύ καιρό αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε εξομολογηθεί σε έναν κοντινό του φίλο ότι δεν είχε πάθει αμνησία. Απλώς αυτά που είχαν συμβεί ήταν τόσο τρομακτικά που προτιμούσε να τα ξεχάσει, προσποιούμενος ότι ήταν ένα κακό όνειρο. Σύμφωνα με την αφήγησή του λοιπόν η ομάδα έφτασε στη «στοιχειωμένη νησίδα» και μπήκε στην περιβόητη σπηλιά με τον θησαυρό η είσοδος της οποίας βρισκόταν τότε στο επίπεδο της θάλασσας. Προχώρησαν με τη βάρκα περίπου 40 μέτρα και αναγκάστηκαν να αποβιβαστούν γιατί από εκεί και ύστερα η σπηλιά συνέχιζε χερσαία. Δεν είχαν διανύσει παρά δέκα μέτρα όταν τους ήρθε μια απαίσια μπόχα, κάτι σαν σάπια ψάρια. Μετά από λίγο εντόπισαν τη πηγή της δυσωδίας : ήταν κάτι σαν πρασινοκαφέ χυλός ο οποίος απλωνόταν μέχρι εκεί που το φως από τις λάμπες τους επέτρεπε να δουν. Αγνοώντας τη μπόχα και τον αηδιαστικό πολτό συνέχισαν να προχωρούν. Ένας – ένας άρχισαν να παραπονιούνται ότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν κανονικά, ότι κι αν σήμαινε αυτό. Ας παραθέσουμε όμως τα λόγια όπως ακριβώς ειπώθηκαν από τον μακαρίτη αδερφό του Γ.Κ. στον φίλο του ο οποίος τα μετέφερε στον Πάρι Τσαντέ : «Ήταν σαν να έβγαιναν αστραπές μέσα από τους βράχους, τόσο δυνατές που σχεδόν δεν μπορούσες να δεις. Τα τοιχώματα της σπηλιάς δεν ήξερες που βρίσκονταν. Μια στιγμή ήταν δίπλα σου, την άλλη μέτρα μακριά σου. Όπου υπήρχαν ανηφορικά σημεία ήταν κατηφορικά, ίσως και να μην ήταν, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που γινόταν. Ξαφνικά σαν να έφευγε το χώμα από κάτω μας και πέφταμε στο κενό. Όμως κάπου σαν να σταματούσαμε πολύ απότομα, τόσο απότομα σαν να σου έβγαινε το μυαλό από το κεφάλι. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έκανα εμετό. Δεν μπορούσα άλλο. Πρέπει να έγιναν και άλλα, όμως το τελευταίο που θυμάμαι, είδα όλους τους υπόλοιπους να τους ρουφάει κάτι σαν νερό, σαν ομίχλη, ίσως να ήταν ο ίδιος ο βράχος. Δεν ξέρω προτιμώ να πεθάνω παρά να το σκέφτομαι. Ύστερα βρέθηκα στο σημείο που είχαμε αφήσει τη βάρκα χωρίς να ξέρω πως. Από τον τρόμο έπεφτα συνέχεια κάτω, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Έψαξα για τη βάρκα, όμως η ρημάδα ήταν άφαντη, μόνο το βαρίδι με το σχοινί υπήρχε και αυτό ήταν σαν να το είχε δαγκάσει, σαν να το είχε φάει κάτι. Μόλις τότε είδα ότι κρατούσα στο χέρι μου το μαντήλι. Έπεσα στη θάλασσα και άρχισα να κολυμπάω προς τα εδώ. Πάλι καλά που ήταν μπουνάτσα και δεν είχε κύμα. Τότε είδα αυτό το σκατόπραγμα, ναι σου λέω, τον είδα τον διάολο, ερχόταν καταπάνω μου τόσο γρήγορα που λες και ήταν εκατό άντρες επάνω του και τραβάγανε κουπί. Έμοιαζε με σκύλο, πολύ μεγάλο σκύλο, αυτό το πράγμα το κατάλαβα σου λέω, δεν ήταν σκύλος, μπορεί να έμοιαζε αλλά όμως μα το Θεό δεν ήταν. Να κολυμπήσω δεν μπορούσα με τίποτα, ήμουν κουρέλι. Από το φόβο μου του πέταξα αυτό το μαντήλι που βλέπεις. Μπροστά στα μάτια μου, ναι σου λέω το είδα με τα μάτια μου μόλις του πέταξα το μαντήλι διαλύθηκε αυτός ο διάολος, διαλύθηκε έγινε νερό, νερό της θάλασσας. Τρελάθηκα, δεν πίστευα ότι μου γινόντουσαν όλα αυτά. Το μαντήλι, ξαναβούτηξα το μαντήλι και κάποια στιγμή ξεβράστηκα στο νησί». Από εκείνο το σημείο και μετά ο αδερφός του Γ.Κ. δεν αποχωρίστηκε ποτέ το μαντήλι. Το φορούσε γύρω από τη μέση του σαν ζωνάρι, μέχρι που πέθανε σε βαθιά γεράματα. Έλεγε ότι αν το έβγαζε θα τον έπαιρναν οι δυνάμεις του αέρα ότι και αν εννοούσε με αυτό.