Στις 21 Αυγούστου του 1911, η περίφημη «Μόνα Λίζα», ο ανεκτίμητος αυτός πίνακας του ευφυούς Leonardo da Vinci κλάπηκε μυστηριωδώς από το Μουσείο του Λούβρου.

 

Η αρπαγή του πίνακα της γυναίκας με το ολόγλυκο και αινιγματικό χαμόγελο θεωρήθηκε από πολλούς η μεγαλύτερη κλοπή έργου τέχνης του 20ου αιώνα. Όπως ήταν αναμενόμενο, συντάραξε το κοινό σε ολόκληρο τον πλανήτη, που αδημονούσε να μάθει τι είχε πραγματικά συμβεί στο μοναδικό αυτό αριστούργημα της παγκόσμιας κληρονομιάς.

 

Κι ενώ ο ευρωπαϊκός Τύπος παρείχε αφειδώς και καθημερινά κάθε λογής πληροφόρηση σχετικά με την εξαφάνιση της «Gioconda», η εφημερίδα «La Tribuna» πρωτοτύπησε, καθώς δημοσίευσε μια μακρά ανταπόκριση από την Κέρκυρα!

 

Σύμφωνα με την εφημερίδα, στην Κέρκυρα ζούσαν τα τελευταία χρόνια ένα ζευγάρι Ιταλών και συγκεκριμένα, στη Σπιανάδα. Η σύζυγος ήταν γνωστό πως διέθετε μεταφυσικά χαρίσματα. Είχε παραμείνει ιστορικά ανεξίτηλο γεγονός στο νησί ότι, μετά από ύπνωση, μπόρεσε να διαλευκάνει τα αίτια μιας άγριας δολοφονίας, να αναπαραστήσει αμέσως την τραγωδία και να αναγνωρίσει τους δολοφόνους.

 

Η γυναίκα αυτή είχε ήδη δει πέντε οράματα που σχετίζονταν με την εξαφάνιση της «Μόνα Λίζα». Το πρώτο το είδε μόλις 15 ημέρες μετά τη μεγάλη κλοπή του Λούβρου: «Ο πίνακας ήταν προσαρτημένος στον τοίχο ενός δωματίου, στη μέση του οποίου βρισκόταν μια σιδερένια κλίνη με στυλίσκους. Στο δωμάτιο ήταν μόνο ένας άντρας, περίπου 40 ετών, μάλλον κοντός, με μαλλιά λίγο μακριά και με χωρίστρα στο πλάι. Το δωμάτιο είχε ένα παράθυρο, από το οποίο μπορούσα να δω έναν ποταμό, που στην απέναντι όχθη του διέκρινα μεγάλα σπίτια».

 

Την επόμενη ημέρα, η ενορατική γυναίκα είχε και το δεύτερο όραμα: «Ο πίνακας βρισκόταν αρχικά σε ένα μικρό, λευκό σπίτι. Μου παρουσιάσθηκαν δύο πρόσωπα. Το ένα μετέφερε τη «Μόνα Λίζα», ενώ το άλλο ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Τελικά, οι δυο τους ανέβαιναν τη σκάλα ενός ατμόπλοιου. Δυστυχώς, δε μπόρεσα να διακρίνω το όνομα του πλοίου».

 

Το τρίτο όραμα ήταν σαφέστερο: «Είδα ξεκάθαρα το ατμόπλοιο και πάλι, το οποίο αυτή τη φορά έπλεε σε ανοιχτό πέλαγος, ενώ ο πίνακας βρισκόταν κλεισμένος σε μια καμπίνα μεταξύ της πλώρης και του κέντρου του σκάφους».

 

Στο τέταρτο όραμα, κατά τις περιγραφές της, ο εξαίσιος αυτός πίνακας παρέμενε στο ίδιο ακριβώς σημείο, μέσα στο κύτος του ατμόπλοιου. Πάνω στο κατάστρωμα περιφέρονταν διάφοροι ταξιδιώτες. Σε μια γωνιά, στεκόταν ένας άντρας, κοντός στο ανάστημα, με σκούρα μάτια και με μάλλον πρόχειρα ρούχα.

 

Ξαφνικά, το άτομο αυτό εξαφανίστηκε και στη θέση του παρουσιάστηκε ένας άλλος άντρας. Επρόκειτο για έναν κύριο ψηλό, ισχνό, λεπτό, τελείως ξυρισμένο, με οφθαλμούς καθαρούς, ενώ στο κεφάλι του φορούσε έναν ταξιδιωτικό σκούφο. «Ήταν ο γνήσιος τύπος του Άγγλου ή του Αμερικανού. Από τη μεριά που καθόμουν, μπορούσα να δω ξεκάθαρα ότι το αυτί του ήταν βουλωμένο με βαμβάκι. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να τους ξεχωρίσω μες στο πλήθος. Τους θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια».

 

Οι οπτασίες της διαρκούσαν μεταξύ τριάντα και πενήντα λεπτών της ώρας και την εξασθενούσαν σε απερίγραπτο βαθμό. Τα μάτια της κοκκίνιζαν και η όρασή της γινόταν αδύναμη και θολή.

 

Στο επόμενο όραμά της, η γυναίκα είδε το ατμόπλοιο να προσεγγίζει κάποιο λιμάνι. Ένα αυτοκίνητο ή άμαξα απομακρύνθηκε τάχιστα από το λιμάνι μέσω μιας μακριάς οδού, ευθείας και έρημης, που ίσως να διέσχιζε κάποια πεδιάδα. Σε λίγο άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια. Το όχημα σταμάτησε μπροστά από μια μεγαλοπρεπή έπαυλη, από την οποία εξήλθαν τρεις άντρες και μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά.

 

Τα άτομα που βγήκαν από το όχημα, μετέφεραν τον πίνακα εντός ενός άσπρου κιβωτίου και το οδήγησαν σε ένα δωμάτιο ψηλά, στον επάνω όροφο της πολυτελούς οικίας. Η «Μόνα Λίζα» τοποθετήθηκε σε έναν τοίχο, καθώς ο ψηλός κύριος την εξέταζε προσεκτικά.

 

Η ενορατική γυναίκα πίστευε πως αν της δινόταν η ευκαιρία να μπει μέσα στο Μουσείο του Λούβρου, όπου σημειώθηκε η κλοπή του αριστουργήματος, θα μπορούσε να αναπαραστήσει με κάθε λεπτομέρεια την αρπαγή και να αναγνωρίσει τους κλέφτες.

 

Οι φήμες της εποχής ήθελαν τον Pablo Picasso να είναι ο ιθύνων νους πίσω από την κλοπή του εικαστικού αριστουργήματος του συνάδελφού του, Leonardo da Vinci. Αλλά, δεν υπήρχαν βάσιμα στοιχεία εναντίον του και έτσι, απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες.

 

Εν τέλει, αυτός που έκλεψε τη «Μόνα Λίζα» ήταν ο Vincenzo Peruggia, ένας υπάλληλος του Μουσείου, που κατάφερε να βγάλει έξω τον πίνακα, λίγα μόλις λεπτά αφού έκλεισαν οι πόρτες, κρύβοντάς τον κάτω από το παλτό του και τον είχε στην κατοχή του για δύο χρόνια.

 

Ο Vincenzo Peruggia θεωρούσε τον εαυτό του ειλικρινή Ιταλό πατριώτη και πίστευε φανατικά πως όλα τα έργα του Leonardo da Vinci έπρεπε να επιστραφούν στη γενέτειρα του δημιουργού τους και να εκτίθενται σε ιταλικό μουσείο.

 

Η «Μόνα Λίζα» επιστράφηκε τελικά στο Μουσείο του Λούβρου στις 4 Ιανουαρίου του 1914, προκαλώντας τη γενική ανακούφιση και ενθουσιασμό.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ», στις 09/09/1911…