Στις 16 Μαρτίου του 1963, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» ένα άρθρο του Κ. Λόντου, Αντιπροέδρου του Συνδέσμου των «Φίλων της Μεταψυχικής», με τίτλο «Το φάντασμα του Ανεμογιάννη».

 

Στο άρθρο περιγράφεται ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο Ηράκλειο της Κρήτης.

 

Δύο φίλοι, ο Αριστείδης Πετρίδης και ο Στυλιανός Λιναρδάκης, επέστρεφαν στο Ηράκλειο μία φεγγαρόλουστη βραδιά καβάλα στα άλογά τους, όταν συνάντησαν δύο Χωροφύλακες.

 

Πρώτος τους είδε ο Πετρίδης και κατόπιν ο Λιναρδάκης. Οι Χωροφύλακες ήταν ένοπλοι και στις κάννες των όπλων τους αντανακλώταν το φως του φεγγαριού. Βρίσκονταν στο 8ο χιλιόμετρο προς το Ηράκλειο, όταν αντιλήφθηκαν μίαν άλλη σκιά καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, εκατό μέτρα μπροστά τους.

 

Στη σκιά αυτή, ο Πετρίδης αναγνώρισε έκπληκτος έναν συγγενή του, ο οποίος είχε πεθάνει πριν τριάντα ημέρες. Την ίδια, όμως, εντύπωση είχε και ο Λιναρδάκης. Για να πεισθεί ο Πετρίδης ότι δεν έκανε λάθος, ρώτησε τον συνοδοιπόρο του: «Ποιος είναι αυτός;»

 

Ο Λιναρδάκης, για να μην προκαταλάβει τον Πετρίδη, απάντησε: «Εσύ, ποιον βλέπεις;».

 

«Μα, δεν βλέπεις, τον Ανδρέα Ανεμογιάννη;» απάντησε ο Πετρίδης.

 

Όταν ο παράξενος καβαλάρης έφτασε στα δέκα μέτρα μπροστά τους, τα άλογά τους αφήνιασαν τρομαγμένα, ώστε αναγκάστηκαν και οι δυο τους να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, για να μην πέσουν.

 

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο απόκοσμος έφιππος έστριψε απότομα αριστερά, πήδησε ένα μικρό ύψωμα δύο μέτρων και εξαφανίστηκε.

 

Ύστερα από τις πρώτες στιγμές της έκπληξής τους, έψαξαν να δουν μήπως υπήρχε άλλος δρόμος, τον οποίο ακολούθησε ο άγνωστος. Ούτε όμως δρόμο βρήκαν, ούτε υπήρχε άλλος, όπως βεβαιώθηκαν μετά από έρευνα που έκαναν πεζοί, αφού τα άλογά τους αρνούνταν να μπουν στο αμπέλι που ήταν πάνω από το ύψωμα.

 

Ο μακαρίτης Ανεμογιάννης είχε εκεί κοντά κτήματα, στα οποία πήγαινε πάντα έφιππος στο λευκό άλογό του.

 

Η ερμηνεία του φαινομένου, κατά τους ψυχιστές, όταν ο Πετρίδης έφτασε στο μέρος που ήταν τα κτήματα του Ανεμογιάννη, θυμήθηκε τον συγγενή του, όπως τον έβλεπε έφιππο στο άσπρο άλογό του. Την ανάμνηση αυτή τη μετέδωσε τηλεπαθητικώς και στον Λιναρδάκη. Η συγκίνηση και των δύο μεταδόθηκε στα άλογα.

 

Η εξήγηση, όμως, αυτή, άφηνε πολλές απορίες. Πώς τέτοιες ομαδικές υποβολές δε συμβαίνουν συχνά και σε άλλους ανθρώπους που συνδέονται στενά, όπως οι πρωταγωνιστές του περιστατικού; Πώς εξηγείται ο φόβος των αλόγων και η άρνησή τους να προχωρήσουν στο μέρος που εξαφανίστηκε ο έφιππος; Καθώς και η περίεργη μεταβίβαση τρόμου και στα δύο άλογα συγχρόνως;

 

Η πνευματιστική εξήγηση που δόθηκε ήταν ξεκάθαρη: Ήταν, όντως, το φάντασμα του Ανεμογιάννη και ο τρόμος των αλόγων προσεπικύρωνε το γεγονός, αφού τα ζώα αντιλαμβάνονται τα φαντάσματα πολύ καλύτερα από τον άνθρωπο…