Τον Ιούλιο του 1933, πολλές ελληνικές εφημερίδες δημοσίευσαν, με ειρωνικά κυρίως σχόλια, μια άκρως περίεργη είδηση: Ένας Αθηναίος, ο Φ. Τσιρώνης, είχε υποβάλλει στην Εισαγγελία μια πρωτότυπη μήνυση.

 

Είχε καταγγείλει τη γειτόνισσά του, Κατίνα Ευθυμιάκη, η οποία, όπως ανέφερε, τον επισκεπτόταν και ερωτοτροπούσε μαζί του. Επειδή, όμως, εκείνος την απέκρουε σθεναρά, η Ευθυμιάκη, προκειμένου να τον εκδικηθεί για την αδιαφορία του, έκανε μάγια στη γυναίκα του, Μαρία, από τα οποία η τελευταία κατέστη υστερική κι έπεσε άρρωστη βαριά στο κρεβάτι για έναν ολόκληρο μήνα.

 

Ο Τσιρώνης ανέφερε επιπλέον στη μήνυσή του ότι στο υπόγειο του σπιτιού του βρέθηκε ένα δέμα, που περιείχε υδράργυρο, στάχτη, κουρέλια από τα φορέματα της γυναίκας του, από τα οποία η Ευθυμιάκη είχε κόψει ολόκληρα κομμάτια σε σχήμα σταυρού, κάρβουνα και κόκκινες κλωστές.

 

Επίσης, στη μήνυση αναφερόταν ότι ο αδερφός του Τσιρώνη, όταν ζήτησε εξηγήσεις από την Ευθυμιάκη για αυτές τις μαγγανείες που έκανε στη νύφη του, εκείνη του απάντησε ότι τα έκανε όλα αυτά, επειδή γύρευε εκδίκηση για την αδιαφορία του αδερφού του και κυρίως, επειδή ήθελε να επιβάλλει τη θέλησή της.

 

Η δίκη πήρε τον δρόμο της, αλλά, βεβαίως, τέτοια σατανικά κρούσματα μαγγανείας δε θα έπρεπε διόλου να προκαλούν ειρωνικά σχόλια, καθώς πολλές φορές είχαν καταστεί εγκληματικά.

 

Μια τέτοια παρόμοια περίπτωση μαγείας είχε αναστατώσει το καλοκαίρι του 1932 το Παρίσι. Συγκεκριμένα, μια μέρα του Ιουνίου, ένας έξαλλος άνθρωπος, ο γνωστός Παρισινός έμπορος Ανρί Ζανίν, με μάτια γεμάτα φρίκη και αποτροπιασμό, με πρόσωπο παραμορφωμένο από τον τρόμο, παρουσιάστηκε με μέλη που έτρεμαν, στο Αστυνομικό Τμήμα της γαλλικής πρωτεύουσας, ξεφωνίζοντας: «Μου έχουν κάνει μάγια! Σώστε με! Είμαι χαμένος!»

 

Στην αρχή, ο Αστυνομικός πίστεψε ότι είχε να κάνει με κάποιον τρελό, αλλά φρόντισε να μάθει τουλάχιστον την ιστορία του. Τότε, ο πανικόβλητος άνθρωπος τού εκμυστηρεύτηκε:

 

«Δεν είμαι τρελός, όπως σίγουρα θα νομίζετε. Αυτό πίστεψα κι εγώ στην αρχή, πως έχανα τα μυαλά μου! Μα, γρήγορα αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι δεν έχω απολέσει τα λογικά μου. Ακούστε τι μου συμβαίνει: Με επισκέφτηκε ένας γνωστός μου, ο Ζερόμ Λαντιέ, ο οποίος μου χρωστούσε δέκα χιλιάδες φράγκα και μου ζήτησε να του δώσω μια καινούρια προθεσμία, γιατί δεν είχε τα χρήματα να με εξοφλήσει. Επειδή με είχε ξεγελάσει κι άλλες φορές με τον ίδιο τρόπο, του το αρνήθηκα κατηγορηματικά.

 

Τότε, ο Ζερόμ Λαντιέ, με απειλητικό ύφος, μου φώναξε ότι θα το μετάνιωνα πικρά και πως θα με εκδικούνταν.

 

Εκείνη τη στιγμή, δεν έδωσα καμία απολύτως σημασία στις φοβέρες του. Όμως, ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, ένιωσα στην καρδιά μου έναν πόνο σκληρό, σαν να με τρυπούσαν με κάτι. Σιγά – σιγά οι πόνοι δυνάμωναν και είχα την εντύπωση ότι με χτυπούσαν στο στήθος με μαχαίρι. Θυμήθηκα αμέσως τις απειλές του Ζερόμ και, τρελός από φόβο, έτρεξα να τον συναντήσω στο σπίτι του. Όταν με είδε να παρουσιάζομαι κατάχλομος μπροστά του, ξέσπασε σ’ ένα σατανικό γέλιο και μου φώναξε σαρκαστικά πως η τύχη μου είχε αποφασιστεί και ότι σε λίγο θα πέθαινα από τα μάγια του.

 

Την ίδια στιγμή, μου έδειξε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, ένα κέρινο αγαλματάκι, που το είχε καρφώσει στο στήθος με μια μακριά βελόνα και μου είπε πως παρίστανε εμένα: «Δεν μπορείς πια να γλιτώσεις από τα μάγια μου! Θα σου τρυπήσω την καρδιά με το ίδιο μου το χέρι, μπήγοντας τη βελόνα στο στήθος της κέρινης κούκλας!» Έπειτα, ξέσπασε σ’ ένα γέλιο διαβολικό, με έσπρωξε και με πέταξε έξω απ’ το κατώφλι της σοφίτας του.

 

Επέστρεψα στο σπίτι μου ξέπνοος και τρομοκρατημένος. Η νύχτα που πέρασα ήταν η φρικωδέστερη της ζωής μου. Κάθε στιγμή ένιωθα στην καρδιά μου δυνατές σουβλιές και κάθε τόσο εμφανίζονταν κόκκινα σημάδια στο στήθος μου, σαν μαχαιριές. Κάντε κάτι, σας παρακαλώ. Δε γίνεται να αντέξω άλλο αυτό το μαρτύριο. Αφήνω τη ζωή μου στα χέρια σας», ψέλλισε ο έμπορος στον Αστυνομικό.

 

Ο Αστυνομικός, επειδή είχε μπροστά του έναν πασίγνωστο Παρισινό επιχειρηματία, σοβαρό και αξιοσέβαστο στην κοινωνία, πίστεψε στα λόγια του και πήγε να κάνει έρευνα στη σοφίτα, που διέμενε ο Ζερόμ Λαντιέ.

 

Μόλις μπήκε μέσα, η πρώτη του δουλειά ήταν να περάσει χειροπέδες στον αινιγματικό μάγο και να βγάλει από το στήθος της κέρινης κούκλας τη βελόνα, που προκαλούσε τους αφόρητους πόνους στον Ανρί Ζανίν. Έπειτα από λεπτομερή έρευνα σε εκείνη τη μυστηριώδη κατοικία, ανακάλυψε ένα σωρό συγγράμματα μαγείας, καθώς και διάφορα άλλα μαγικά υλικά, όπως ρίζες μανδραγόρα, μέλη βατράχων, ματωμένα κουρέλια, παράξενα βότανα κι ένα πλήθος από κέρινες κούκλες, οι οποίες παρίσταναν άνδρες και γυναίκες.

 

Ο Ζερόμ Λαντιέ, όταν οδηγήθηκε στην ανάκριση, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ήταν μάγος «εξ επαγγέλματος» και ότι η ειδικότητά του ήταν το «κάρφωμα», δηλαδή η δολοφονία ενός προσώπου από μακριά με το κάρφωμα μιας βελόνας στην καρδιά ενός κέρινου ομοιώματος, που παρίστανε το θύμα. Ο μάγος ομολόγησε ακόμα ότι με αυτόν τον ειδεχθή τρόπο είχε προκαλέσει τον θάνατο δύο γυναικών κι ενός νέου άντρα, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη φίλη του.

 

Η ανάκριση βρέθηκε σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούσε να εξακριβώσει την αιτία θανάτου των τριών αυτών προσώπων, λόγω ελλείψεως στοιχείων και περιορίστηκε στη μήνυση του εμπόρου Ανρί Ζανίν.

 

Πάντως, όταν ο Αστυνομικός αφαίρεσε τη βελόνα από το κέρινο ομοίωμα στη σοφίτα του Λαντιέ, οι πόνοι στο στήθος του Ζανίν έπαψαν αμέσως και ένιωθε υγιής, όπως και πρώτα.

 

Άλλωστε, τα αρχεία της παρισινής Αστυνομίας ήταν γεμάτα από παρόμοιες υποθέσεις, που άρχιζαν από τον σκοτεινό Μεσαίωνα και έφταναν μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

 

Από ένα τέτοιο ιστορικό έγγραφο γινόταν σαφές ότι την εποχή που βασίλευε στη Γαλλία ο Λουδοβίκος Ι’, συνελήφθη μια μέρα ως καταχραστής ο Enguerrand de Marigny, ο οποίος ήταν ο Θησαυροφύλακάς του. Ο Βασιλιάς δεν επιθυμούσε να τον τιμωρήσει αυστηρά, διότι έτρεφε γι’ αυτόν ένα είδος παθολογικής αδυναμίας.

 

Λουδοβίκος Ι' (04/10/1289 - 05/06/1316)

Λουδοβίκος Ι’ (04/10/1289 – 05/06/1316)

Όμως, αργότερα ο Λουδοβίκος πληροφορήθηκε από τους εχθρούς του de Marigny ότι ένας τρομερός νεκρομάντης, υπακούοντας στις προτροπές της γυναίκας και της αδερφής του Enguerrand, είχε φτιάξει μερικές κέρινες κούκλες, οι οποίες παρίσταναν με καταπληκτική ομοιότητα τον ίδιο τον Βασιλιά της Γαλλίας, τον Charles of Valois και άλλους επιφανείς ευγενείς της Βασιλικής Αυλής. Σκοπός τους ήταν να πετύχουν με μάγια την απελευθέρωση του φυλακισμένου Enguerrand de Marigny και να εκδικηθούν όλους τους εχθρούς του.

 

Οι κέρινες κούκλες ήταν φτιαγμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε από την ημέρα που είχαν γίνει τα μάγια, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Ι’, ο Charles of Valois και οι υπόλοιποι ευγενείς, που θεωρούνταν εχθροί του de Marigny, θα άρχιζαν να αδυνατίζουν και να χάνουν σταδιακά τις δυνάμεις τους, μέχρι να λιώσουν και να εξουθενωθούν, καταδικασμένοι σ’ έναν αργό και βέβαιο θάνατο.

 

Η εκτέλεση του Enguerrand de Marigny

Η εκτέλεση του Enguerrand de Marigny

Στη νεότερη ιστορία της Γαλλίας, υπήρξαν κι άλλα παρόμοια περιστατικά. Το 1913, ο Διευθυντής της Αστυνομίας Ennion είχε τρομοκρατηθεί από μια συγκλονιστική υπόθεση μαγείας. Μια μέρα, οι Αστυνομικοί του ανακάλυψαν μια απόκρυφη οργάνωση, αποτελούμενη από 13 μύστες, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κάθε Σάββατο τα μεσάνυχτα, στο υπόγειο ενός σπιτιού στην πλατεία Μωμπέρ.

 

Εκείνο το υπόγειο ήταν το άνδρο του αρχηγού τους, ενός μάγου, ο οποίος είχε φτιάξει είκοσι μικρές κέρινες κούκλες, που παρίσταναν τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Πολιτικής εκείνης της εποχής. Ο σκοπός, λοιπόν, της μυστικιστικής οργάνωσης ήταν η δολοφονία με αυτόν τον μυστηριώδη τρόπο όλων των εξεχόντων Γάλλων πολιτικών.

 

Ο Διευθυντής της Αστυνομίας, ωστόσο, είχε σταθεί τυχερός, γιατί από ένα ανώνυμο γράμμα αποκάλυψε αυτή τη συνωμοσία και κατόρθωσε να συλλάβει τους μύστες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ομολογήσουν τις εγκληματικές προθέσεις τους κι έτσι, στάλθηκαν στη φυλακή.

 

Μια άλλη αξιοσημείωτη υπόθεση ήταν τα εκπληκτικά πειράματα μαγείας και «καρφώματος», που είχαν λάβει χώρα στα γραφεία της παρισινής Αστυνομίας από έναν μάγο της εποχής, τον Ρομπέρ Ροκάς, ο οποίος ήθελε να αποδείξει ως αληθινά τα μυστηριώδη εγκλήματα, που προκαλούνταν από τα μάγια.

 

Μάλιστα, ο Ροκάς, όχι μόνο απέδειξε με τα πειράματά του ότι ένας μάγος με τη βοήθεια μιας κέρινης κούκλας μπορεί να δολοφονήσει έναν άνθρωπο, αλλά έκανε και κάτι ακόμα πιο ξεχωριστό. Φωτογράφισε έναν κοιμισμένο και κατόρθωσε να εμποτίσει τη φωτογραφική πλάκα με το «ζωικό ρευστό» του.

 

Κατόπιν, κάθε φορά που τρυπούσε με μια καρφίτσα την πλάκα σ’ ένα σημείο, ο φωτογραφισμένος ένιωθε στο ίδιο ακριβώς μέρος του σώματός του ένα οδυνηρό τρύπημα από το αιχμηρό αντικείμενο. Όταν, μάλιστα, ο Ροκάς γρατζούνισε δυνατά δυο – τρεις φορές την πλάκα με το ζωικό ρευστό στο μέρος που ήταν το χέρι του φωτογραφισμένου, εκείνος έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή πόνου κι έχασε τις αισθήσεις του.

 

Μόλις συνήλθε, όλοι όσοι είχαν παρακολουθήσει τα πειράματα, διαπίστωσαν με κατάπληξη ότι κάτω από την επιδερμίδα του χεριού του είχε τρεις κόκκινες εκδορές!

 

Έτσι, με αυτά τα πειράματα ενώπιον των Αστυνομικών, ο Ρομπέρ Ροκάς απέδειξε ότι τα μάγια, όταν γίνονται από ανθρώπους προικισμένους με μυστηριώδεις και ανεξήγητες ικανότητες, μπορούν να προκαλέσουν οξείς πόνους και να επιφέρουν έως και τον θάνατο.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 16/07/1933…