Στὸ Νταβὸς τὸ 1988 ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος (Α. Παπανδρέου), χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐντολὴ τῆς Βουλῆς, ὑπέκυψε καὶ δέχθηκε νὰ σταματήσουν οἱ ἔρευνες στὸ Αἰγαῖο, στὰ μέρη ποὺ ἀνήκουν στὴν Ἑλλάδα! Κοινὸ ἀνακοινωθὲν μὲ τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Τουρκίας Τ. Ὀζὰλ δὲν ὑπῆρξε, οὔτε δόθηκαν τὰ πρακτικὰ στοὺς ἁρμοδίους, μὲ συνέπεια νὰ ξεσπάσῃ τόσο μεγάλος θόρυβος, ποὺ

ὑποχρέωσε τὸν συγκεκριμένο ἐκεῖνον πρωθυπουργὸ νὰ παραδεχθῇ ἐνώπιον τῆς Βουλῆς τὸ ὀλέθριο λάθος του διὰ τῆς φράσεως «φταίω ἐγώ!»

Ἐν συνεχείᾳ συρθήκαμε στὴν Μαδρίτη τὸ 1997, ὅπου ὁ νέος πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος (Κ. Σημίτης) –χωρὶς γνώση τῆς Βουλῆς– ὑπέκυψε καὶ πάλι, δεχόμενος «ζωτικὰ συμφέροντα τῆς Τουρκίας στὸ Αἰγαῖο», ποὺ προέβαλε ἡ Τουρκία. Ἐν συνεχείᾳ συρθήκαμε ἐκ νέου στὸ Ἐλσίνκι τὸ 1999 (πρωθυπουργὸς Κ. Σημίτης, ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν Γ. Παπανδρέου), ὅπου αἰφνιδιαστικὰ –καὶ πάλι ἄνευ γνώσεως τῆς Βουλῆς– δεχθήκαμε δῆθεν «συνοριακὲς διαφορὲς καὶ ἄλλα συναφῆ θέματα» ἐν σχέσει πρὸς τὴν Τουρκία. στὸ Αἰγαῖο, χωρὶς κἂν νὰ διευκρινίζεται, ποιά εἶναι τὰ θέματα αὐτά! Δηλαδὴ βῆμα πρὸς βῆμα ἔγινε μία ἄτυπη διχοτόμηση τοῦ Αἰγαίου κατὰ παράβαση τοῦ ἄρθρ. 28, παρ. 3 τοῦ Συντάγματος. Κατὰ τὸ ἄρθρο αὐτὸ μόνο διὰ νόμου καὶ διὰ πλειοψηφίας ὅλης τῆς Βουλῆς ἐπιτρέπεται ἡ παραίτηση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ κυριαρχικὰ δικαιώματά της ὑπὸ τὸν ὅρο τῆς ἀμοιβαιότητος καὶ τῆς ἰσότητος, ἐφ’ ὅσον συντρέχει «σπουδαῖο

ἐθνικὸ συμφέρον».