Μια ημέρα του Ιουνίου του 1904 ο εκ Νεμέας δικαστικός κλητήρας Ιωάννης Βασιλείου πήγαινε μόνος του στο χωριό Μποζικά το οποίο απέχει τρεις ώρες από τη Νεμέα προς κοινοποίηση δικογράφων. Στο μέσο περίπου του έρημου δρόμου γύρω στις 10 το πρωί βρέθηκε ξαφνικά να κοιτάει σε όραμα την κηδεία της συζύγου του την οποία παρακολουθούσε πολύς κόσμος και συγγενείς. Το όραμα κράτησε για χρόνο τον οποίο δεν μπόρεσε να υπολογίσει ο Βασιλείου. Όταν συνήλθε φοβήθηκε και ταράχτηκε τόσο πολύ που κλαίγοντας έφτασε στο χωριό Μποζικά και διηγήθηκε με δάκρυα το όραμά του στον πρόκριτο και πρόεδρο του χωριού. Εκείνος τον ηρέμησε λέγοντάς του πως το όραμα ήταν απατηλό. Επιστρέφοντας όμως με άσχημες σκέψεις στη Νεμέα την ίδια μέρα βρήκε τη σύζυγό του άρρωστη ενώ την είχε αφήσει εντελώς καλά και μετά από τρεις μέρες το όραμα επαληθεύτηκε με την πιο θλιβερή πραγματικότητα.