Δυο κυρίες από τα Καλάβρυτα είχαν μεγάλη ευλάβεια στον παπούλη και τον επισκέπτονταν συχνά. Εστενοχωρούντο γιατί είχαν έναν αδελφό κομμουνιστή που αν και τελείως αμόρφωτος είχε χάρισμα λόγου και έπειθε τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν με τα λόγια του, είχε ξεσηκώσει εφτά χωριά και τα είχε μεταστρέψει στον κομμουνισμό. Τις δε αδελφές του που πήγαιναν στον γέροντα τις κορόιδε συνέχεια. Κάποια φορά μετά από πολλά παρακάλια οι αδελφές του κατάφερα να τον πάρουν μαζί τους στο Μήλεσι.

Μόλις μπήκαν μέσα στο κελάκι λέει στο γέροντα: Ρε παπά πες μου και μένα από αυτές τις ιστοριούλες που λες και ξεσηκώνεις τις γυναίκες. Και ο γέροντας του λέει: Πάρε πρώτα τη καρέκλα και κάθισε. Δε μου λες, εκείνο το κακό που έκανες στον γιο του παπά τον 22χρονο, που στο γόνατο σου του έκοψε το κεφάλι με τη κονσέρβα, το έχεις εξομολογηθεί;

Τα έχασε. Πετάει τη καρέκλα πέφτει μπρούμυτα και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς και αναφιλητά. Λέει στον παππούλη: Υπάρχει σωτηρία για μένα; Υπάρχει, πως δεν υπάρχει.

Αλλά υπάρχει ένα επιτίμιο. Θα πας σε αυτά τα χωριά που τα έριξες στην αθεΐα και θα τους κυρήξεις το Χριστό, να τα ξανακάνεις να αγαπήσουν τον Χριστό και την Πατρίδα. Και όταν το κάνεις αυτό, ο Χριστός μας θα σε συγχωρήσει.

Πράγματι για πολύ καιρό γυρνούσε τα σπίτια των χωριών αυτών ένα-ένα τα σπίτια των χωριών αυτών κηρύττοντας το Χριστό.

Στις επόμενες εκλογές, σε κείνα τα μέρη, δεν βρέθηκε ούτε μια ψήφος υπέρ του κομμουνισμού….