Η μονή των Ιβήρων είναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αυτό αποδίδεται και στο ακόλουθο περιστατικό:

 

Ένας φτωχός εργάτης, κουρασμένος από τον δρόμο, έφθασε το μεσημέρι πεινασμένος στην πύλη της μονής. Ζήτησε μόνο λίγο ψωμί από τον πορτάρη, γιατί βιαζόταν να συνεχίσει την πορεία του.

 

Ο πορτάρης, άγνωστο γιατί, δεν του έδωσε, οπότε ο φτωχός αναστέναξε βαθιά κι έφυγε νηστικός.

 

Ανεβαίνοντας προς τις Καρυές, σταμάτησε για λίγο στη σκιά ενός δέντρου. Λυπημένος και κουρασμένος καθώς ήταν, ξάπλωσε καταγής. Ξαφνικά ακούει βήματα να πλησιάζουν. Ανασηκώνεται και βλέπει κοντά του μια γυναίκα μ᾿ ένα βρέφος στην αγκαλιά. Με ύφος συμπαθητικό και φωνή γλυκειά τον ρωτά:

 

– Τι έχεις; Μήπως είσαι άρρωστος;

 

– Όχι, απάντησε εκείνος, αλλά πεινώ. Παρακάλεσε τον θυρωρό της μονής Ιβήρων να μου δώσει ψωμί, αλλά δεν μου έδωσε.

 

– Άκου, παιδί μου. Δεν πρέπει να παραπονείσαι για τον θυρωρό. Θυρωρός της μονής αυτής είμαι εγώ. Να επιστρέψεις αμέσως και να ζητήσεις ψωμί εκ μέρους μου. Κι αν δεν σου δώσουν, πλήρωσε το μ᾿ αυτά τα χρήματα. Σε περιμένω εδώ.

 

Λέγοντας αυτά έδωσε στον εργάτη τρία φλουριά. Εκείνος, ανύποπτος για όσα έβλεπε και άκουγε, ξεκίνησε για το μοναστήρι. Χτύπησε την πύλη και κρατώντας επιδεικτικά τα χρήματα ζήτησε και πάλι ἀπὸ τον θυρωρό ψωμί, χωρίς να παραλείψει ν᾿ αναφέρει τη συνομιλία με τη γυναίκα.

 

Όταν άκουσε ο μοναχός για γυναίκα και είδε τα σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ότι πρόκειται για θαύμα. Χτύπησε την καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί και άκουσαν με θαυμασμό το παράδοξο γεγονός.

 

Διαπίστωσαν μάλιστα ότι τα νομίσματα εκείνα ήταν αφιερωμένα πριν από πολλά χρόνια στη θαυματουργή εικόνα. Βλέποντας όμως η Παναγία την ανάγκη του φτωχού, τα παρέλαβε και του τα έδωσε με μητρική ευσπλαχνία.

 

Οι μοναχοί με φόβο και ευλάβεια τα επανέφεραν στην Αγία εικόνα της Πορταΐτισσας, η οποία με το θαύμα αυτό τούς δίδαξε τη μεγάλη αρετή της φιλοξενίας.