Ο μακαριστός μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, είναι πολύ γνωστός στον κόσμο των διψαλέων αναγνωστών του Ορθόδοξου βιβλίου, για τις κατανυκτικές και πάντερπνες «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» που μας άφησε, σαν γραπτές και, τω όντι, πολύτιμες αναμνήσεις οσίων Διονυσιατών Πατέρων και πολλών άλλων θαυμαστών θείων γεγονότων από την ασκητική βιοτή τους.

 

Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτές τις «διηγήσεις» του, περιλαμβάνει και δύο τουλάχιστον, –πραγματικά, φοβερές!–, διηγήσεις που απέσπασε από τον συμμοναστή του, τον (προ πολλού, μακαριστό και αυτόν), π. Βησσαρίωνα.

 

Ο ευλογημένος αυτός αδελφός της Μονής Διονυσίου, ο π. Βησσαρίων, καταγόταν από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. Πριν την κοίμησή του, ήταν Οικονόμος σ’ ένα Μετόχιο της Μονής Διονυσίου στην Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο «Καλαμίτσι». Προαισθάνθηκε τον θάνατό του, και αφού αποχαιρέτησε τους γνωστούς και τους φίλους του, τους είπε πολύ απλά, ότι, «πηγαίνει στο Μοναστήρι για να πεθάνει»!

 

Μόλις αποβιβάσθηκε στην αποβάθρα της Μονής Διονυσίου, έκλινε τα γόνατα της ψυχής και της καρδιάς του κι’ ευχαριστούσε ολόψυχα τον Τίμιο Πρόδρομο που τον αξίωσε να έλθει πίσω στην Μονή της «μετανοίας» του, για να αποδώσει το «κοινόφλητο χρέος» της εν Κυρίω αποδημίας του. Αυτή, πραγματοποιήθηκε μετά από δύο μέρες, αφού πρώτα αποχαιρέτησε όλους τους αδελφούς του και συγχωρέθηκε μαζί τους. Αυτός, ο τρισμακάριστος μοναχός, είχε σαν «σύνοικο», θησαυρισμένη μέσα στην καρδιά του, πολλή και ζέουσα, την αγία ταπείνωση και την πίστη…

 

Κάποτε, βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:

–«Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι κι’ αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα αυτό το γεγονός, όπως συνέβη, να το σημειώσω για να μαθαίνουν κι’ οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί Του;...».

 

Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με την συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:

 

–«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 κι’ όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Εσύ, μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στον μύλο. Μια μέρα, δύο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι’ ένα κερί. Εγώ, άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετ’ από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δεν ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι’ εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην Εικόνα του Αγίου και του λέω:

 

–«Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ;! Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την Εικόνα σου;! Αα!..., δεν σου ανάβω το καντήλι!...».

 

Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι’ έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά, συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο «κοτσουνούρης» (σημ.: ο διάβολος, ο πονηρός), δεν μ’ άφηνε! Πολύ, με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου:

 

–«Άϊ, να δούμε τί θα γίνει!... Το καντήλι, δεν το ανάβω εγώ απόψε!...».

 

Κοιμήθηκα, λοιπόν, με την σύγχυση που είχα μέσα μου, όπως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι’ από το παράθυρο του κελλιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου, –καθότι τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδία–, κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!…

 

Ξυπνώ, και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:

 

–«Πώς ήρθες εδώ;!...».

Για απάντηση, μού λέει με ύφος σοβαρό:

 

–«Το πώς ήρθα, να μη ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;!».

Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, τού λέω:

–«Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλλα!...

 

Κλαίγοντας, τού έβαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει!... Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκειά και με ήρεμη φωνή, να μου λέει:

 

–«Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι «δεν είμαι ’δω»! Κι’ αν εγώ δεν είμαι ’δω, τότε, ποιός σε φυλάει εσένα εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και από τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;!».

 

–«Άγιέ μου!», του λέω, «σε παρακαλώ, να με συγχωρέσεις!... Δεν θα το ξανακάνω!...».

 

–«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου, και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι Εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι Εικόνες δεν θαυματουργούν!».

 

Αυτά, μου είπε ο Άγιος, κι’ έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα πήγα στην Εκκλησία και, –ω, του θαύματος!–, βλέπω όλα τα απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου! Ποιός ξέρει τί λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι’ έφερε πίσω τα χρήματα στην Εικόνα, αυτήν την ίδια κιόλας νύχτα!

 

Σαν άκουσα την διήγηση του π. Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:

 

–«Τί ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;». Και μου απάντησε:

–«Να! Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά! Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στην ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!».

 

–«Σε πιστεύω!», του λέω, «Γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια' 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (δηλαδή: «Δεν έχει φανεί μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες άνθρωπος άλλος που να είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή»), αν και ο λόγος αυτός υπονοεί το πλήθος των αρετών και την μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου.

 

Όμως, ισχύει αυτό επίσης και για την σωματική του διάπλαση, γιατί τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν». Κατά την απόλυτη και παντέλεια ακρίβεια που έχει η αιώνια Αλήθεια του αψευδούς Λόγου του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος είναι η Αυτοαλήθεια και η Αυτοζωή...

 

[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», §44–§46, σελ. 117, 119, 123–125, Έκδοσις (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.]