Ήμουν ίσως πέντε χρονών ή και μικρότερη αφού δεν θυμάμαι το πρόσωπο της μητέρας μου την οποία είχα την ατυχία να χάσω εκείνη την εποχή. Όπως λοιπόν μου διηγείται αργότερα ο πατέρας μου, είχε κατέβει στον Πειραιά όπου κατοικούμε μια θεία μου η οποία κατοικούσε στα Πατήσια με τον σύζυγό της και τον μικρό της γιο. Επειδή όμως ο γιατρός της είχε συστήσει θαλασσινό αέρα ήρθε να μείνει στο σπίτι μας που ήταν ευάερο και κοντά στη θάλασσα, κοντά στο Ρωσικό στρατιωτικό νοσοκομείο στη Ζέα. Κάθε βραδάκι, την θυμάμαι να με κρατά από το χεράκι ενώ εγώ περπατούσα, όπως μου άρεσε πολύ, στην άκρη του πεζουλιού στο λιμάνι. Μια μέρα λοιπόν κουράστηκα και κάθισα στο πεζούλι. Δίπλα κάθισε η θεία μου ενώ εγώ σαν παιδί, κουνώντας ενθουσιωδώς τα πόδια μου, σιγοτραγουδούσα ένα τραγουδάκι της εποχής που καλά καλά δεν το ήξερα όλο. Σε μια στιγμή όμως διέκοψα το τραγουδάκι και είπα : «Θα πάει η θεία μου στο σπίτι στην Αθήνα και θα βρει το παιδί της σκοτωμένο και στα μπαμπάκια βαλμένο…» Όπως ήταν επόμενο, η θεία μου τρόμαξε στο άκουσμα αυτό και με ρώτησε να επαναλάβω τι είπα. Αλλά εγώ που είχα πει την φράση εντελώς ασυναίσθητα άρχισα να ξαναλέω το τραγούδι που έλεγα αρχικά. Η θεία μου όμως, όπως ήταν επόμενο, ανησύχησε και με πήρε και επιστρέψαμε στο σπίτι. Εκεί ήταν έτοιμο το τραπέζι και σε λίγο καθίσαμε για το δείπνο. Η θεία δεν μιλούσε ούτε ήθελε να φάει και όταν επανειλημμένα την ρωτούσαν γιατί δε έτρωγε άρχισε να κλαίει και να θέλει να γυρίσει στην Αθήνα για να δει τι κάνει ο γιος της. Όταν οι άλλοι έμαθαν την αιτία προσπάθησαν να την καθησυχάσουν, πως σαν μικρό παιδί είπα μια κουταμάρα και ότι το πρωί αν ήθελε να ανέβει ας ανέβαινε, αφού μάλιστα είχε περάσει και η ώρα. Αλλά το πρωί δεν είχε προφτάσει να ετοιμαστεί, όταν χτύπησαν την πόρτα και ήρθαν να την ειδοποιήσουν να πάει στο σπίτι της αμέσως γιατί ήταν ανάγκη. Να τι είχε συμβεί : Το σπίτι τους ήταν εξοχικό και ένας περαστικός φίλος τους κυνηγός αφού πρόσφερε στο μικρό της γιο καραμέλες, συνέχισε το δρόμο του κυνηγώντας κάποιο πουλί. Εκείνο όμως τον γύρισε πίσω, ενώ το παιδί εν τω μεταξύ ανέβαινε την σκάλα του σπιτιού. Αλλά τα πυκνά δέντρα που είχε πετάξει το πουλί, δεν άφησαν να φαίνεται το παιδί και ρίχνοντας για το πουλί ο κυνηγός, άφησε άθελά του το παιδί στον τόπο και η μητέρα του πηγαίνοντας στο σπίτι το βρήκε σκοτωμένο και βαλμένο στη κάσα μέσα στα βαμβάκια όπως το είχα πει. Όταν έφτασαν στο σπίτι τα νέα, θυμάμαι την εικόνα ζωηρά, σχηματίσθηκε γύρω μου κύκλος που με ρωτούσε τι είχα πει στη θεία μου, ενώ εγώ απορούσα τι τους είχε πιάσει, γιατί δεν ήξερα τι ήθελαν να μάθουν από μένα καθώς δεν θυμόμουνα να είχα πει τίποτα. ΜΑΡΙΑ ΔΕΛΑΚΗ Οδός Σφακτηρίας 64, Πειραιάς