Στις 30/3/85 ψιλόβρεχε ασταμάτητα. Τριγύρισα στο βουνό κι έφτασα μέχρι το λατομείο Μαρή (το αρχαίο Λ10 στο χάρτη του Μ. Κορρέ). 'Αρχισε να κατεβαίνει και ομίχλη κατά διαστήματα. Κατηφορίζοντας, έκανα αριστερά σκοπεύοντας να πάω στο Νυμφαίο πάνω από το τριβείο Περράκη. Κοκάλωσα όμως, όταν βγήκα από την ομίχλη κι είδα κάποιον να στέκεται σ' ένα μικρό πλάτωμα μπάζων πριν αρχίσουν τα δέντρα, κοντά στο σημείο όπου σήμερα αρχίζει ένας μικρός δασικός δρόμος φτιαγμένος για τις ανάγκες της αναδάσωσης του 1987. Παρά την απόσταση που μας χώριζε (γύρω στα 400 μέτρα) είχα την εντύπωση ότι με κοίταζε. Βεβαιώθηκα όταν φώναξε αρκετές φορές: «Έι!».

Περίμενα ακίνητος ώσπου με κάλυψε πάλι ομίχλη και οπισθοχώρησα. Πήρα το δρόμο που κατεβαίνει ακριβώς πάνω από τη Σπηλιά. Όταν σκόρπιζε η ομίχλη σταματούσα κρυμμένος πίσω από πεύκα. Αυτό έγινε αρκετές φορές, και σε όλες τον έβλεπα να έχει γυρίσει και να κοιτάζει ακριβώς στη θέση που ήμουν, λες κι είχε ακτίνες Χ! Ήταν τόσο περίεργο, ώστε δε βιάστηκα να απομακρυνθώ παρά μόνο ήθελα να δω τι θα κάνει. Αφού σταμάτησα να μετακινούμαι, άρχισε να φωνάζει: «Μάστορα!» Φώναζε για μισή ώρα τουλάχιστον. Εγώ δεν εμφανιζόμουν ούτε απαντούσα και η φωνή του αγρίεψε: «Μάστορα, μάστορα, δεν ακούς;»

Όποτε η ομίχλη επέτρεπε τη θέα, τον έβλεπα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εντωμεταξύ το ψιλόβροχο έπεφτε κι ενώ εγώ δε βρεχόμουν πολύ κάτω από κορμούς πεύκων, αυτός ήταν τελείως ακάλυπτος. Η προσφώνηση «μάστορα» έδειχνε ότι μάλλον δεν ήταν επισκέπτης αλλά εργαζόμενος στο βουνό. 'Αρχισα να σκέφτομαι μήπως ήταν νταμαρτζής, μήπως είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα και χρειαζόταν βοήθεια, όμως (και παρά τις τύψεις) δεν αποφάσιζα ούτε να του απαντήσω ούτε να φανερωθώ. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν ότι δεν άλλαζε θέση. Πρώτα υπέθεσα ότι για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά τελικά έκανε λίγα βήματα. Όμως περιοριζόταν σε χώρο 2-3 τετραγωνικών μέτρων. Η κατάσταση μου θύμιζε τους Γεζίντι, που αν χάραζες έναν κύκλο γύρω τους δεν μπορούσαν να τον διαβούν.

Προφανώς απογοητευμένος είχε σταματήσει πια να φωνάζει. Πέρασα δυτικότερα, ώστε να μην έχουμε οπτική επαφή, και κάνοντας μεγάλο κύκλο πήγα πάνω από τη Σπηλιά απ' όπου μπορούσα να τον δω. Έστεκε πάντα στο ίδιο μέρος. Έκανα νέο γύρο και κατέβηκα στη Σπηλιά. Μετά, κι αφού είχαν περάσει πια 2,5 ώρες, βγήκα φανερά από την πύλη του περιφράγματος της Σπηλιάς. Βολτάριζα στο χείλος του λατομείου Μπάνου. Εκείνος, στο ίδιο πάντα σημείο, με κοίταζε σιωπηλός (τώρα με έβλεπε πραγματικά, ενώ προηγουμένως ήταν αδύνατο να με βλέπει, αν ίσως εξαιρέσουμε την πρώτη φορά). Μην μπορώντας να βγάλω νόημα, έφυγα.