Στις 15 Σεπτεμβρίου 2012, εορτή του αγίου Βησσαρίωνος, πολιούχου του Μεγανησίου, ήρθε στο Βαθύ και πρωτοστάτησε στη θεία λειτουργία ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Λευκάδος και Ιθάκης, κύριος Θεόφιλος. Για λόγους υγείας δεν παραβρέθηκα στην πανηγυρική θεία λειτουργία.

 

Ο Σεβασμιότατος όμως Μητροπολίτης μας , με τίμησε ιδιαίτερα, ερχόμενος στο σπίτι μου. Μου ζήτησε και με παρότρυνε να διηγηθώ γραπτώς τα γεγονότα της ζωής μου και μάλιστα τη φοβερότερη περιπέτειά μου. Ζητώ τη βοήθεια του Θεού, και ξεκινώ να γράφω με δυσκολία, ξεθάβοντας μνήμες που χρόνια κρατούσα θαμμένες βαθιά μέσα μου.

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύσεται

 

ει μη εν προσευχή και νηστεία.»

 

Ματθαίου κ΄ιζ στ.21

 

Γεννήθηκα στο Κατωμέρι Μεγανησίου Λευκάδος, στις 12 Αυγούστου 1930. O πατέρας μου ονομαζόταν Νικόλαος και καταγόταν από τον Πόρο Λευκάδος. Η μάνα μου ονομαζόταν Μαρία Καλλινίκου και καταγόταν από το Κατωμέρι Λευκάδος. Παντρεύτηκαν το 1928 και εγκαταστάθηκαν έκτοτε στο Κατωμέρι. Οι γονείς μου ήταν θρησκευόμενοι άνθρωποι. Εκκλησιάζονταν συνεχώς και κατά διαστήματα κοινωνούσαν. Νήστευαν σε όλες τις καθιερωμένες νηστείες της εκκλησίας μας. Από τη νηστεία δεν εξαιρούσαν κι εμένα. Έτσι από τα μικρά μου χρόνια μου έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Ήμουν ήσυχο παιδί, όμως για τις μικρές αταξίες που έκανα, με τιμωρούσε ο πατέρας μου με μαλώματα και κανένα χαστουκάκι. Η μάνα μου με υπεραγαπούσε, σαν μοναχοπαίδι που ήμουν.

 

Στον πατέρα μου, που ήταν γεωργός, άρεσε πολύ η τάξη και η δικαιοσύνη και προσπαθούσε από τη μικρή μου ηλικία να μου μεταδώσει τις αξίες του και τις καλές του συνήθειες. Φοίτησα στο Δημοτικό σχολείο Κατωμερίου. Πολλές φορές ο δάσκαλός μου κ.. Μπακόλας με συνέχαιρε για την τάξη και την καθαριότητα που υπήρχε στα τετράδια και τα βιβλία μου. Αυτό θύμωνε τους συμμαθητές και φίλους μου, που συνεχώς με φοβέριζαν ότι κάποτε θα μου τα μουτζουρώσουν όλα. Οι γονείς μου είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για μένα, είχαν όνειρα για το μέλλον μου κι αγωνίζονταν ώστε να μη στερούμαι τίποτε. Όταν ήμουν στην Έκτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο σχετικό με ιεραποστόλους. Από τότε γεννήθηκε μέσα μου ο πόθος της ιεραποστολής. Ονειρευόμουν να σπουδάσω θεολογία και να γίνω ιεραπόστολος στην Αφρική.

 

Σε ηλικία δέκα ετών ο πατέρας μου με πήγε και χειρουργήθηκα στην Πάτρα. Μετά από ένα χρόνο με πήγε και ξαναχειρουργήθηκα. Στη διάρκεια του εμφυλίου, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, χειρουργήθηκα τέσσερις φορές ακόμη. Έκανα συνολικά έξι χειρουργικές επεμβάσεις.

 

Ένα από τα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου και μου έμεινε αξέχαστο είναι το εξής:

 

Το καλοκαίρι του 1943 ήρθαν οι Γερμανοί κι εγκαταστάθηκαν στο Βαθύ Μεγανησίου. Το απόγευμα της μέρας που ήρθαν, οι γονείς μου κι εγώ βρισκόμασταν στο αμπέλι μας, λίγο έξω από τα τελευταία σπίτια του Βαθιού. Εκεί ο πατέρας μου, εκτός από το αμπέλι, διατηρούσε κι έναν μικρό κήπο με λαχανικά. Κάποια στιγμή είδα να πλησιάζει στο αμπέλι μας ένας μεγαλόσωμος Γερμανός. Παρ’ όλο που η είσοδος ήταν ανοιχτή, έσπασε τους ξύλινους μπάλους με τα χέρια του και με κλωτσιές γκρέμισε τη λιθιά του αμπελιού μας. Μπήκε μέσα και ποδοπάτησε όλα τα λαχανικά που καλλιεργούσε ο πατέρας μου στον κήπο. Μετά μπήκε στο αμπέλι με τα κλήματα. Τα έσπαγε και φώναζε με όλη του τη δύναμη. Ο πατέρας μου, νομίζοντας ότι ο Γερμανός ήθελε καλά σταφύλια, έκοψε τα καλύτερα σταφύλια μας και του τα έδωσε. Εκείνος του τα πέταξε στο πρόσωπο και άρχισε να τον κλωτσά. Ο πατέρας μου έπεσε κάτω βογκώντας από τους πόνους. Ο Γερμανός τότε άρπαξε εμένα από το στήθος ουρλιάζοντας κι έβαλε το πιστόλι του στο κεφάλι μου. Η μάνα μου έντρομη έπεσε αμέσως στα πόδια του και τον παρακαλούσε να μη με σκοτώσει. Τις έδωσε κι αυτής μερικές κλωτσιές κι έπεσε λιπόθυμη. Εμένα με πέταξε με βαρβαρότητα πάνω στα κλήματα κι έφυγε. Οι γείτονες από τα διπλανά αμπέλια κι από τα τελευταία σπίτια του χωριού, παρακολουθούσαν έντρομοι. Φαίνεται ότι ο Γερμανός το έκανε αυτό για να τρομοκρατήσει τους κατοίκους. Ήμουν τότε δέκα τριών χρονών κι αυτό το γεγονός χαράχτηκε στην ψυχή μου. Φοβήθηκα πολύ. Τις νύχτες έβλεπα εφιάλτες και ξυπνούσα έντρομος για πολύ καιρό.

 

Το 1944 εγκαταστάθηκα στην πόλη της Λευκάδος, για να φοιτήσω στο οχτατάξιο Γυμνάσιο. Γράφτηκα αμέσως και στα Κατηχητικά σχολεία και παρακολουθούσα το μέσο, που αντιστοιχούσε στην ηλικία μου , αλλά και το ανώτερο. Γράφτηκα και στις χριστιανικές ομάδες , που είχε οργανώσει ο τότε Ιεροκήρυκας, πατήρ Νικηφόρος Δεδούσης. Ο πατήρ Νικηφόρος με αγάπησε ιδιαίτερα και με σύστησε στον τότε μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης Δωρόθεο. Και οι δύο με φρόντισαν, με συμβούλευαν και με προστάτευαν από διάφορα παραστρατήματα της παιδικής ηλικίας. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος από την επικοινωνία που είχα μαζί τους και με ευχαριστούσε ιδιαίτερα και η επικοινωνία με τα άλλα παιδιά του κατηχητικού και των χριστιανικών ομάδων.

 

Στο Γυμνάσιο δεν ήμουν από τους πρώτους μαθητές, αλλά ήμουν πολύ επιμελής και τακτικός σε όλα. Κάποια μέρα εκμυστηρεύτηκα στον μητροπολίτη και στον ιεροκήρυκα, τον πόθο που είχα από την έκτη τάξη του Δημοτικού, να σπουδάσω Θεολογία, να γίνω άγαμος κληρικός και να πάω ιεραπόστολος στην Αφρική. Ο Δεσπότης μου είπε: «Να σε βοηθήσει ο Θεός να πραγματοποιηθεί ο πόθος σου, αλλά να ξέρεις ότι, αυτό που θέλουμε δεν πραγματοποιείται πάντα. Ο Θεός μπορεί να έχει άλλο σχέδιο για σένα».

 

Ήθελα ο πόθος μου αυτός να μη γίνει γνωστός. Όμως έγινε. Ο πειρασμός μπήκε σε ενέργεια. Οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μου, άρχισαν τα πειράγματα. Μου έλεγαν: «Δεν λυπάσαι τα νιάτα σου; Θέλεις να τα κρύψεις μέσα στα γένια και στα ράσα;» Και πολλά άλλα πειράγματα μου έκαναν. Παραξενεύονταν, γιατί την εποχή εκείνη κληρικοί γίνονταν άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας.

 

Ο μεγαλύτερος όμως πειρασμός ήταν η αντίδραση και η στενοχώρια των γονιών μου, όταν το έμαθαν. Ο πατέρας μου είχε στενές σχέσεις με τον μακαριστό Δεσπότη Δωρόθεο. Κάποια μέρα πήγε στο γραφείο του και τον παρακάλεσε να βοηθήσει να μην φύγω, να γίνω κληρικός, αφού το ήθελα τόσο πολύ, αλλά έγγαμος. Ο μακαριστός Δεσπότης του υποσχέθηκε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, ότι αν έφευγα, θα με έφερνε πίσω ο ίδιος με χειροπέδες και χωροφύλακα.

 

Το 1948 στις 10 Μαΐου πήγα μόνος μου στον Πόρο, το χωριό του πατέρα μου, που γιόρταζε πανηγυρικά τη γιορτή του Αγίου Νικολάου. Εκεί ευχαριστήθηκα πολύ με την επικοινωνία που είχα με τους θείους μου, τα ξαδέρφια και τους φίλους μου.

 

Την άλλη μέρα μπήκα στο λεωφορείο για να κατεβώ στην πόλη και να πάω στο γυμνάσιο. Καθόμουν στα πρώτα καθίσματα. Σε κάποια στιγμή κι ενώ τα παράθυρα του λεωφορείου ήταν κλειστά, είδα να έρχεται κατά πάνω μου μια δέσμη καπνού, που μύριζε πολύ άσχημα. Ρώτησα τον διπλανό μου: «Είδες καπνό να μπαίνει στο λεωφορείο; Μυρίζεις κάτι άσχημο;» Εκείνος μου απάντησε αρνητικά. Αμέσως το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα να καίγομαι σα να βρισκόμουν σε καμίνι. Με κυρίευσε θυμός και κακία. Σκεφτόμουν να πετάξω έξω τον οδηγό, να πάρω το τιμόνι, να ρίξω το λεωφορείο σε γκρεμό και να σκοτώσω όλους τους επιβάτες. Μετά σκεφτόμουν, στη Λευκάδα που θα πήγαινα, να κάψω τις εκκλησίες και τη μητρόπολη, που έμενε ο Δεσπότης. Έλεγα πως θα τα καταφέρω, γιατί έχω βοηθούς. Σε λίγο μου έφυγαν αυτές οι σκέψεις και είπα στον εαυτό μου: «Τρελάθηκες, τι είναι αυτά που σκέφτεσαι;»

 

Φτάνοντας στην πόλη δεν ένιωθα καλά. Πήγα στο σπίτι που έμενα και ζήτησα να βάλω θερμόμετρο. Είχα σαράντα πυρετό. Αυτός ο πυρετός με κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήρθε στη Λευκάδα κι έφερε δύο γιατρούς να με εξετάσουν. Ο πυρετός όμως δεν έπεφτε, παρά τα φάρμακα και τις ενέσεις που μου έκαναν και οι γιατροί απορούσαν. Τα βράδια ταραζόμουν και χτυπούσα τα χέρια και το κεφάλι μου στον τοίχο του δωματίου. Τέλος, οι γιατροί συμπέραναν, ότι θα είχα κάποια νευρολογική νόσο και συνέστησαν στον πατέρα μου να με πάει στην Αθήνα σε νευρολόγο.

 

Επειδή δεν μπορούσα να παρακολουθώ πια τα μαθήματα του σχολείου μου, επιστρέψαμε με τον πατέρα μου στο χωριό. Μόλις μπήκα στο σπίτι μου, με κυρίευσε μια ασυγκράτητη ορμή κι έτρεξα βρίζοντας και βλασφημώντας στο δωμάτιο, που ήταν τα εικονίσματα. Τα πέταξα όλα και τα έσπασα στο δάπεδο.

 

Κλωτσούσα και τσάκιζα διάφορα αντικείμενα του σπιτιού μου. Η μάνα μου τρομαγμένη έκανε το σταυρό της . Αμέσως κυριεύτηκα από τρομερό μίσος εναντίον της κι έτρεξα, την έπιασα από το λαιμό και προσπαθούσα να την πνίξω. Ο πατέρας μου τρομαγμένος κι αυτός ζήτησε βοήθεια από τους γείτονες για να με κρατήσουν.

 

Εγώ με άγριο τρόπο απευθύνθηκα στη μάνα μου και τη ρώτησα: «Πώς σε λένε μωρή;» Εκείνη έκανε το σταυρό της και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. « Μαρία», μου είπε. Όταν άκουσα το όνομα Μαρία, αισθάνθηκα τόσο μίσος εναντίον της, που ξέφυγα από τα χέρια εκείνων που με κρατούσαν και φώναξα: «Εσένα θα σε σφάξω» κι έψαχνα να βρω μαχαίρι. Δεν βρήκα, γιατί ο πατέρας μου είχε κρύψει όλα τα μαχαιροπήρουνα και τα εργατικά του εργαλεία. Βλαστημούσα και της έλεγα: « Γιατί, μωρή, έχεις αυτό το όνομα που μας καίει;»

 

Όλα αυτά ο πατέρας μου τα έκανε γνωστά στον μακαριστό Δεσπότη Δωρόθεο. Εκείνος του έδωσε μια επιστολή και του συνέστησε να με πάει εκ μέρους του στον νευρολόγο ψυχίατρο κ. Ασπιώτη, ιδρυτή και πρόεδρο του ινστιτούτου «Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχικής Υγιεινής».

 

Πήγαμε στην Αθήνα στον κ. Ασπιώτη, ο οποίος για δέκα συνεχείς ημέρες μου έκανε νευρολογικές και ψυχολογικές εξετάσεις. Στο τέλος μου είπε: «Δεν βλέπω να έχεις τίποτε, όμως θα σε στείλω και στον καθηγητή τον κύριο Πατρίκιο να σε εξετάσει.»

 

Του τηλεφώνησε και τη άλλη μέρα στις οχτώ το πρωί μας δέχτηκε στο ιατρείο του. Μπαίνοντας μέσα, ο καθηγητής Πατρίκιος μου είπε: «Στάσου απέναντί μου όρθιος.» Με κοίταξε δυο τρεις φορές από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και είπε: «Κάθισε και πες μου τι σου συμβαίνει.» Του είπα όλα όσα έκανα με λεπτομέρειες. Συμπλήρωνε και ο πατέρας μου. Με εξέτασε λεπτομερώς νευρολογικά και ψυχολογικά για πολύ ώρα και μας είπε να ξαναπάμε πάλι την επόμενη μέρα στο ιατρείο του.

 

Την άλλη μέρα στο ιατρείο του βρισκόταν κι άλλος γιατρός, τον οποίο μας συνέστησε ως κ. Γούσια. Του είπε: «Εξέτασέ τον με την δική σου μέθοδο». Ο κ. Γούσιας με εξέτασε πάρα πολύ ώρα, ώσπου του είπα: «Δεν αντέχω άλλο γιατρέ, άφησέ με.» Μας είπαν τότε να περιμένουμε στο σαλόνι και οι ίδιοι έμειναν στο ιατρείο για να συζητήσουν την κατάστασή μου. Όταν τελείωσαν, ο καθηγητής κ. Πατρίκιος μας κάλεσε μέσα και απευθυνόμενος σε μένα, είπε: «Δεν έχεις τίποτε, είσαι εντελώς υγιής». Τον ρώτησα: «Κύριε καθηγητά, γιατί κάνω αυτές τις ταραχές; Τα κάνω όλα αυτά και τα λέω παρακινούμενος από μια εσωτερική δύναμη. Τα παρακολουθώ όλα αυτά σαν ψυχρός θεατής, χωρίς αισθήματα. Και μετά τα θυμάμαι όλα και νομίζω ότι δεν έκανα εγώ τίποτε και δεν αισθάνομαι καθόλου ντροπή.» Ο καθηγητής μου απάντησε: «Αυτό μας δυσκολεύει κι εμάς. Όπως σου είπαμε και οι δυο μας δεν έχεις τίποτε απολύτως.»

 

Φύγαμε κι επιστρέψαμε στον κ. Ασπιώτη για να του πούμε τα καθέκαστα. Μαζί μας ήταν κι ένας συγγενής μας από το Βαθύ, ο Ιωάννης Κατωπόδης ή Βεζενές. Αυτός όταν ήρθε στο χωριό, έλεγε σε όλους, ότι οι γιατροί δεν μου βρήκαν τίποτε. Ο κύριος Ασπιώτης μας είπε ότι μίλησε με τους δύο προηγούμενους γιατρούς και απευθυνόμενος σε μένα μου είπε: «Νεαρέ μου, έχεις τη γνώμη τριών ιατρών. Είσαι τελείως υγιής.» «Γιατρέ μου» του είπα, « πιστεύω ότι κάτι έχω. Τι είναι αυτό, δεν ξέρω.» Μου απάντησε: «Θέλω να πιστεύεις ότι είσαι πολύ καλά. Αν μπορείτε καθίστε λίγες μέρες στην Αθήνα. Αν σου συμβεί κρίση, ας μου τηλεφωνήσει ο πατέρας σου και θα έρθω αμέσως. Το θέλεις;» Του είπα: «Το θέλω κι απορώ, που τόσες μέρες δεν είχα κάποια κρίση.» Καθίσαμε περίπου άλλες δέκα μέρες στην Αθήνα.

 

Όταν επιστρέψαμε στο χωριό οι κρίσεις επανήλθαν . Οι περισσότερες μου συνέβαιναν τη νύχτα. Οι γείτονες έρχονταν στο σπίτι και με κρατούσαν. Μερικούς προσπαθούσα να τους χτυπήσω. Ο πατέρας μου γνωστοποίησε την κατάστασή μου στον μακαριστό Δεσπότη μας Δωρόθεο, εκείνος ενημέρωσε τον κ. Ασπιώτη κι εκείνος τον καθηγητή Πατρίκιο. Όλοι συμφώνησαν ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Αθήνα, για να μπω στο Αιγινίτειο νοσοκομείο, γιατί μπορεί να είχα νευρασθένεια.

 

Στις 29 Ιουνίου, εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, πολιούχων του Κατωμερίου, είχε έρθει ο μακαριστός Δεσπότης Δωρόθεος και τελούσε την πανηγυρική θεία λειτουργία. Εγώ ήμουν στην εκκλησία και παρακολουθούσα ήσυχος . Καμάρωνα τον Δεσπότη που λειτουργούσε ταπεινά και με πολλή ευλάβεια . Στην ώρα της μεγάλης εισόδου μνημόνευσε ονόματα ζώντων και τόνισε υπέρ υγείας και σωτηρίας του δούλου σου Γερασίμου. Αυτομάτως τότε ένιωσα στο σώμα μου μια φοβερή δύναμη, με έπιασε μεγάλη ταραχή και έπεσα στο δάπεδο του ναού σπαράζοντας. Έτριζα τα δόντια μου , έβγαζα αφρούς από το στόμα και βλαστημούσα χτυπώντας το κεφάλι μου στο δάπεδο. Από το εκκλησίασμα έτρεξαν μερικοί χεροδύναμοι άντρες και με δυσκολία με έβγαλαν έξω. Με ξάπλωσαν στο πεζούλι της εκκλησίας κι έπεσαν επάνω μου , γιατί η ταραχή μου ήταν πολύ έντονη. Μετά από λίγο συνήλθα και με πήγαν βαστάζοντας στο σπίτι μου.

 

Εκεί οι ταραχές άρχισαν πιο έντονες. Φώναζα, μούγκριζα σαν βόδι, γάβγιζα σαν σκύλος κι ούρλιαζα σαν λύκος. Από τις πολλές φωνές έσπασαν οι φωνητικές μου χορδές κι έβγαζα αφρούς με αίμα. Μετά λιποθύμησα και με ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Οι άνθρωποι που με είχαν φέρει, δεν έφυγαν από το σπίτι. Συνήλθα και μετά από λίγο σηκώθηκα και έτρεξα να πνίξω τη μάνα μου, βρίζοντας και βλαστημώντας την. «Γιατί, μωρή, έχεις αυτό το όνομα; Εσύ μου κάνεις κακό με το όνομά σου. Θα σε πνίξω». Μετά ησύχασα.

 

Ο Δεσπότης τελειώνοντας τη θεία λειτουργία, ήρθε στο σπίτι μας κατασυγκινημένος. Μου διάβαζε τους εξορκισμούς και ξαφνικά με έπιασε ταραχή μεγάλη. Τον βλαστημούσα, έβριζα με άσχημα λόγια ως και τη στολή που φορούσε στη λειτουργία και προσπαθούσα να τον χτυπήσω. Τον έφτυνα και μουγκρίζοντας του είπα. «Εμείς είμαστε. Ούτε εσύ μπορείς να μας βγάλεις, ούτε ο Καψάλης, που θέλεις να μας στείλεις στο καμίνι του. Να ξέρεις ότι θα πνίξουμε το καΐκι στη θάλασσα, αν τον πάτε στον Καψάλη. Εμείς δεν φεύγουμε. Είμαστε οι δυνατοί». Ο μακαριστός Δεσπότης και οι παρευρισκόμενοι με δάκρυα έκαναν τον σταυρό τους. Αφού τελείωσε τους εξορκισμούς ο μακαριστός Δωρόθεος, είπε στον πατέρα μου: «Νικολάκη μου, φάνηκε η αιτία που κατατυραννάει τον Γερασιμάκη μας. Είναι πνεύμα πονηρό. Θα κάνετε νηστεία και προσευχές και να έχετε πίστη, ότι ο Θεός θα σας ελεήσει. Να νηστέψουν και να προσεύχονται και οι συγγενείς σου κι όσοι άλλοι μπορούν».

 

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη συγκινητική συμπαράσταση σε μένα και την οικογένειά μου των συγγενών και συγχωριανών μου. Οι περισσότερες οικογένειες συγγενικές ή μη από το Κατωμέρι και το Βαθύ και όλες οι οικογένειες από τον Πόρο, έκαναν για μεγάλο διάστημα αλάδωτη νηστεία και προσεύχονταν για μένα. Πήγαιναν στις εκκλησιές του Μεγανησίου και του Πόρου, άναβαν τα καντήλια κι έκαναν τάματα στον Άγιο Γεράσιμο για τη θεραπεία μου. Πολλά δάκρυα χύθηκαν και πολλές προσευχές έφτασαν στον ουρανό για μένα, εκείνη την περίοδο, τη δυσκολότερη της ζωής μου.

 

Τέλος Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου, ξεκινήσαμε ο πατέρας μου κι εγώ για την Κεφαλονιά με το καΐκι του Γρηγόρη Βερύκιου από το Νυδρί. Μαζί μας ήρθαν και τα δυο αδέρφια του πατέρα μου, από τον Πόρο.

 

Επειδή έκανα μικροταραχές, με κατέβασαν στο αμπάρι του καϊκιού. Βλαστημούσα τον Άγιο Γεράσιμο και φώναζα: «Μην μας πάτε στον Καψάλη». Όταν φτάσαμε ανάμεσα στο χωριό Σταυρός της Ιθάκης και στην Κεφαλονιά κι ενώ η θάλασσα είχε πολύ λίγα κυματάκια, τραντάχτηκε άγρια το καΐκι, σαν να το χτυπούσαν δυνατά κύματα, έσπασε το τιμόνι κι έσβησε η μηχανή. Εγώ μέσα στο αμπάρι, γελούσα παράξενα και χοροπηδούσα. Ξαφνικά έβγαλα δυνατή φωνή και είπα: «Μωρέ Καψάλη, θα σε τσακίσουμε, θα σε συντρίψουμε μέσα στην κάσα σου.» Μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι οι δαιμονισμένοι έλεγαν τον Άγιο Γεράσιμο Καψάλη. Το έμαθα αργότερα στο μοναστήρι του.

 

 

 

Στη Σάμη, όταν φτάσαμε, δυσκολεύτηκαν πολύ να με βγάλουν από το καΐκι και να με βάλουν στο ταξί. Πηγαίνοντας για το μοναστήρι φτάσαμε στο ύψωμα που λέγεται Αγραπιδιά. Από εκεί φάνηκε ο κάμπος των Ομαλών και το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Άρχισα τότε να βλαστημάω, να μουντζώνω και να φτύνω το μοναστήρι. Με δυνατές κραυγές φώναζα: «Καψάλη, είσαι αδύνατος. Εμείς είμαστε οι δυνατοί που κυβερνάμε τα πάντα. Φτούσου, Καψάλη, φτούσου, αυτού που σε έχουν». Όταν φτάσαμε στο πηγάδι με τον πλάτανο, που ο ίδιος ο Άγιος Γεράσιμος έχει φυτέψει, ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν μπορούσε να κρατήσει ίσια το αυτοκίνητο και του έφευγε πότε αριστερά και πότε δεξιά στο δρόμο. Έκανε το σταυρό του και τότε τον βλαστήμησα άγρια και προσπάθησα να τον χτυπήσω.

 

Φτάνοντας στην είσοδο του μοναστηριού με έβγαλαν έξω με μεγάλη δυσκολία. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή ησύχασα. Εκεί μας δέχτηκαν με πολλή καλοσύνη και συμπάθεια. Ο πατέρας μου γνωστοποίησε την όλη κατάστασή μου στον Αρχιμανδρίτη Πανάρετο Μοσχονά, στην ηγουμένη Θεονύμφη και σε κάποιες μοναχές που βρίσκονταν εκεί. Η ηγουμένη είπε στον πατέρα μου: « Να έχεις πίστη στον Θεό και στον Άγιο Γεράσιμο. Σε διαβεβαιώνω ότι, οι σαράντα δύο μοναχές του μοναστηριού κι εγώ θα προσευχηθούμε στον Άγιο Γεράσιμο, να θεραπεύσει το παιδί σου. Από σήμερα και για όσο καιρό θα είστε στο μοναστήρι, θα τρώτε μαζί μας και θα νηστεύουμε αλάδωτα. Και πιστεύω, ότι ο Άγιος θα κάνει το θαύμα του».

 

Στις 13 Σεπτεμβρίου, παραμονή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ξαφνικά κι ενώ βρισκόμουν στο κελί μου, με έπιασε μεγάλη ταραχή. Χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, έπιανα με τα χέρια το λαιμό μου για να πνιγώ, φώναζα, βλαστημούσα και ούρλιαζα σαν θηρίο. Ο πατέρας μου φώναξε βοήθεια και ήρθαν στο κελί στρατιώτες, που είχαν έδρα το μοναστήρι, γιατί γίνονταν τότε εκκαθαρίσεις ανταρτών. Με έπιασαν με ξάπλωσαν με δυσκολία, με κρατούσαν πολύ δυνατά, αλλά επειδή όλο και τους ξέφευγα με έδεσαν στο κρεβάτι. Οι μοναχές εκείνη την ημέρα γονατιστές μπροστά στο σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου προσεύχονταν για εμένα και όσοι προσκυνητές βρίσκονταν στο μοναστήρι, παρακαλούσαν τον Άγιο Γεράσιμο να κάνει το θαύμα του. Τα μουγκρητά μου και οι βλαστήμιες στον Άγιο, στους ιερείς που λειτουργούσαν και στις μοναχές, ακούγονταν σε όλο τον χώρο του μοναστηριού, αλλά και έξω από αυτό.

 

Ήρθε τότε στο κελί μου ο πατήρ Πανάρετος με τον αναγνώστη Πολύκαρπο. Μου διάβαζε τους εξορκισμούς και με σταύρωνε με τον ξύλινο σταυρό ,που ο άγιος είχε στη ζωή του. Όσο με διάβαζε και με σταύρωνε ο πατήρ Πανάρετος, οι ταραχές μου γίνονταν πιο έντονες, ώστε σε κάποια στιγμή αναποδογύρισα το κρεβάτι και τους στρατιώτες που με κρατούσαν. Με σήκωσαν , ηρέμησα και άρχισα να δείχνω έναν έναν τους στρατιώτες και να αποκαλύπτω, ότι άσχημο είχε κάνει ο καθένας από αυτούς στη ζωή του. Αργότερα όλοι οι στρατιώτες , είπαν στον πατέρα Πανάρετο, ότι αυτά που φανέρωσα, ήταν όλα αληθινά.

 

Με ρώτησε τότε ο πατήρ Πανάρετος: «Εσύ που τα ξέρεις όλα, πες μας λοιπόν πού βρίσκονται κρυμμένοι οι αντάρτες»; Τους αποκάλυψα το μέρος, χωρίς βέβαια εγώ να το γνωρίζω και τους είπα ότι σε τέσσερις μέρες θα έρθουν στο μοναστήρι του Καψάλη. Ο πατήρ Πανάρετος με ξαναρώτησε «Εσείς πότε θα φύγετε από τον Γεράσιμο; Σας εξορκίζω στο όνομα της Αγίας Τριάδος». Η απάντηση ήταν: «Αυτός ο πόλεμος αφορά εμάς. Είμαστε οι δυνατοί εμείς κι ο Καψάλης δεν θα μπορέσει να μας βγάλει από εδώ». Αμέσως με έπιασε μεγάλη ταραχή. Βλαστημούσα τον Άγιο και τις μοναχές και τις έβριζα με πολύ άσχημα λόγια. Μετά έπεσα λιπόθυμος(….).

 

(…)Συνήλθα μετά από ώρα και το απόγευμα σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, έπαιζα μπάλα με τους στρατιώτες. Σε κάποια στιγμή ανέβηκα τροχάδην τα σκαλοπάτια του ψηλού καμπαναριού και με το κεφάλι μου σήμαινα την καμπάνα. Όλοι φοβήθηκαν ότι θα έπεφτα και θα σκοτωνόμουν. Όμως κατέβηκα ήσυχα και συνέχισα να παίζω μπάλα.

 

Εκείνη τη νύχτα είδα ένα παράξενο όνειρο και ξύπνησα τρομαγμένος. Είδα ότι με πλησίασε ένας γέροντας καλόγερος, άνοιξε με τα χέρια του το στόμα μου και έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο φίδι, που το πέταξε στο έδαφος. Εκείνο όρμησε κατά πάνω του. Ο καλόγερος το σταύρωσε με το χέρι του και το φίδι χάθηκε. Μου είπε τότε: «Έχεις κι άλλα δύο φίδια μέσα σου. Μη φοβάσαι θα βγουν κι αυτά.»

 

Το πρωί είπα το όνειρό μου στον πατέρα μου, στον πατέρα Πανάρετο και στην ηγουμένη. Αυτοί μου έδωσαν θάρρος και μου είπαν: «Έχε πίστη στον Άγιο Γεράσιμο κι αυτός θα κάνει το θαύμα του». Από εκείνη τη μέρα ήμουν ήσυχος.

 

Στις 20 Σεπτεμβρίου την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ευσταθίου, εκκλησιάστηκα ήσυχος και παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία, την οποία τελούσε ο πατήρ Σπυρίδων Λιναρδάτος. Ξαφνικά σε κάποιο σημείο της θείας λειτουργίας με έπιασε μεγάλη ταραχή. Αισθάνθηκα μια τρομερή δύναμη μέσα μου κι έτρεξα βλαστημώντας να σπάσω με το κεφάλι μου τη λάρνακα του Αγίου. Κάποιοι από τους εκκλησιαζόμενους ήρθαν και με κρατούσαν, ενώ εγώ προσπαθούσα να τους ξεφύγω και φώναζα: «Καψάλη θα σε λιώσουμε». Έτρεξαν οι στρατιώτες και με δυσκολία με ξάπλωσαν μπροστά στη λάρνακα του Αγίου και με κρατούσαν. Άρχισα να βλαστημάω και να φωνάζω δυνατά: «Θα σε λιώσουμε Καψάλη. Είμαστε οι δυνατοί του κόσμου. Καψάλη, δεν θα νικήσεις». Έβγαλα πολύ δυνατές φωνές, σαν πληγωμένο θηρίο. Ησύχασα για λίγο και ξαναφώναξα: «Καψάλη, μας έκαψες». Όλο το εκκλησίασμα προσευχόταν γονατιστό κι έλεγαν: « Άγιε, Γεράσιμε, κάνε το θαύμα σου».

 

Κάποια στιγμή, κι ενώ βρισκόμουν σε μεγάλη ταραχή, αισθάνθηκα να βγαίνει από μέσα μου κάτι σαν φωτιά. Τα παράθυρα της εκκλησίας έτριζαν, σαν να γινόταν μεγάλος σεισμός. Είδα τότε μια πυκνή δέσμη μαύρου καπνού να πηγαίνει προς το παράθυρο, που ήταν πάνω από το αναλόγιο. Το παράθυρο έσπασε σε χίλια κομμάτια, τα καντήλια της εκκλησίας πήγαιναν πέρα δώθε λες και κάποιο αόρατο χέρι τα κουνούσε με δύναμη. Τα δε καμπανάκια που βρίσκονται στη βάση της λάρνακας πάνω από τον τάφο του Αγίου, κουδούνιζαν μόνα τους. Μετά έπεσα λιπόθυμος.

 

Η θεία λειτουργία γινόταν με δυσκολία. Όταν ο πατήρ Σπυρίδωνας Λιναρδάτος που λειτουργούσε, είπε το «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» αισθάνθηκα μια απαλή, γλυκιά δύναμη να με σηκώνει και να με πηγαίνει προς τον ιερέα που κρατούσε το άγιο ποτήρι. Τότε ο πατήρ Σπυρίδων μου είπε:

 

«Έλα, Γεράσιμε να σε κοινωνήσω.» Αφού κοινώνησα αισθάνθηκα σαν να αναγεννήθηκα, σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Το θαύμα είχε γίνει. Το εκκλησίασμα δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και τον Άγιο Γεράσιμο. Ο πατήρ Σπυρίδων μετά το «δι’ ευχών» είπε στο εκκλησίασμα. «Θα διαβάσουμε την παράκληση και θα ψάλλουμε τους χαιρετισμούς του Αγίου μας, για να τον ευχαριστήσουμε, που έκανε καλά τον Γεράσιμο».

 

Η είδηση για το θαύμα μεταδόθηκε σε όλη την Κεφαλλονιά. Ο τότε μητροπολίτης Κεφαλληνίας, μακαριστός Γερμανός Ρουμπάνης με τον μακαριστό ιεροκήρυκα Ιερόθεο Βουή , τον μετέπειτα μητροπολίτη Κεφαλληνίας, με τον Δήμαρχο Αργοστολίου, με δυο ιερείς και τρεις λαϊκούς, ήρθαν στο μοναστήρι. Ο μητροπολίτης κάλεσε τους ιερείς της μονής, την ηγουμένη Θεονύμφη, κάποιες άλλες μοναχές και μερικούς λαϊκούς, που ήταν παρόντες στην εκκλησία την ώρα που έγινε σε μένα το θαύμα του Αγίου Γερασίμου, να του διηγηθούν όσα είδαν και άκουσαν. Συνέταξε συνοπτική έκθεση του θαύματος και την υπέγραψαν. Το θαύμα αυτό του Αγίου Γερασίμου, που έγινε σε μένα το δημοσίευσαν οι εφημερίδες: «Πελοπόννησος» Πατρών, τα περιοδικά «Σπίθα» και «Σταυρός’ και κάποια Αθηναϊκή εφημερίδα, το όνομα της οποίας δεν θυμάμαι.

 

Πολλοί Κεφαλλονίτες έρχονταν τότε στο μοναστήρι, άλλοι μόνοι τους, κυρίως νέοι, άλλοι με τις οικογένειές τους για να δουν και να μιλήσουν με τον θεραπευμένο πλέον Γεράσιμο και να μάθουν από τις μοναχές, από τους ιερείς και από όσους βρισκόταν στην εκκλησία την ώρα του θαύματος, λεπτομερώς πώς συνέβηκε.

 

Όταν το νέο για τη θεραπεία μου, έφτασε στο Μεγανήσι, η χαρά του κόσμου ήταν απερίγραπτη. Όλοι δοξολογούσαν τον Θεό κι ευχαριστούσαν με δάκρυα τον Άγιο της Κεφαλονιάς.

 

Οι Μεγανησιώτες πάντα ευλαβούντο τον Άγιο Γεράσιμο. Μετά όμως από τα θαύμα της θεραπείας μου, ανέπτυξαν μια δυνατότερη αγαπητική και ευλαβική σχέση μαζί του. Γι’ αυτούς ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ο Άγιός τους.

 

Μέχρι τότε δεν είχαν πρόσβαση στην Κεφαλονιά, αφού την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν συγκοινωνίες. Από τότε όμως και μέχρι το 1984 οργανώθηκαν διαφορετικά. Κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, ημέρα της κοιμήσεως της Θεοτόκου, ξεκινούσαν χαράματα τα καΐκια για την Κεφαλονιά. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά πήγαιναν για να προσκυνήσουν στη χάρη του. Πολλές γυναίκες μαυροφορούσαν. Τα καΐκια γέμιζαν ασφυκτικά, παρά τον συγκεκριμένο αριθμό επιβατών που καθόριζε το λιμεναρχείο. Καθένας έφερνε μαζί του μια κουβέρτα. Τυλίγονταν με τις κουβέρτες τους και ξάπλωναν στο κατάστρωμα ο ένας δίπλα στον άλλο. Στα καΐκια δεν χωρούσε να ρίξεις βελόνι. Τόσοι πολλοί έμπαιναν! Όταν εμφανιζόταν το πλοίο του Λιμεναρχείου κρύβονταν οι μισοί στο αμπάρι και συνέχιζαν. Κανείς δεν φοβόταν, παρά την ανοιχτή θάλασσα και τα μικρά καΐκια. Ήταν πεπεισμένοι ότι ο Άγιος δεν θα άφηνε να τους συμβεί κανένα κακό. Έφταναν μετά από κάμποσες ώρες στο λιμάνι της Σάμης. Από εκεί, με ότι τροχοφόρο έβρισκαν, ανέβαιναν στο οροπέδιο των Ομαλών, που βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Πολλοί πήγαιναν με τα πόδια. Προσκυνούσαν το ιερό σκήνωμα του Αγίου, και παρακολουθούσαν τον εσπερινό, την ολονύκτια ακολουθία και την άλλη μέρα στις 16 Αυγούστου την πανηγυρική θεία λειτουργία που γίνονταν προς τιμή του Αγίου.

 

Ακολουθούσαν την λιτανεία του ιερού σκηνώματος, από την εκκλησία μέχρι τον πλάτανο του Αγίου και το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, κατηφόριζαν στη Σάμη. Επέστρεφαν στο Μεγανήσι τα μεσάνυχτα, γεμάτοι θεία ικανοποίηση κι εύχονταν μεταξύ τους «και του χρόνου να μας αξιώσει να ξαναπάμε στη χάρη του». Αυτή η υπέροχη γιορτή, αυτό το θαυμάσιο πανηγύρι σταμάτησε το 1984, όταν πια τα καΐκια παροπλίστηκαν και οι συγκοινωνίες άρχισαν να γίνονται με φέρυ-μποτ. Ποτέ όμως οι Μεγανησιώτες δεν σταμάτησαν να πηγαίνουν στη γιορτή του Αγίου Γερασίμου , μέχρι σήμερα.

 

Μετά τη θεραπεία μου θέλησα να επιστρέψω στο γυμνάσιο και να τελειώσω την όγδοη τάξη. Διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα. Η φρικτή μου περιπέτεια και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κεφαλιού, μου είχαν αφήσει φρικτούς πονοκεφάλους και ιλίγγους.

 

Έμεινα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου ενάμισι χρόνο συνεχώς. Για άλλους έξι μήνες πηγαινοερχόμουν μεταξύ Κεφαλονιάς και Μεγανησίου.

 

Είχε περάσει ένας χρόνος από τη θεραπεία μου και βρισκόμουν στο μοναστήρι του Αγίου. Λίγο πριν αρχίσει ο εσπερινός συζητούσα με τον πατέρα Πανάρετο. Ήρθε τότε προς το μέρος μας ένας ασθενής, που τον υποβάσταζαν δυο νέοι άνδρες. Ήταν καλοντυμένος με κουστούμι και γραβάτα και ήταν τα πόδια του δεμένα με αλυσίδα. Στάθηκε μπροστά μου και φτύνοντάς με στο πρόσωπο, μου είπε: «Προδότη, εσύ θα παντρευτείς και θα γίνεις παπάς, αλλά θα σου κάνουμε πολλά κακά στη ζωή σου».

 

Μετά από λίγες ημέρες ήρθε από την Αμερική στο μοναστήρι, για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεράσιμο, ο πρόεδρος του συλλόγου «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής», της Νέα Υόρκης . Γνωριστήκαμε και συζητώντας του αποκάλυψα τον νεανικό μου πόθο να σπουδάσω Θεολογία, να χειροτονηθώ ιερομόναχος και να πάω ιεραπόστολος στην Αφρική. Συναντούσα όμως πολλά εμπόδια προκειμένου να πραγματοποιήσω τον πόθο μου αυτόν. Γι’ αυτό του εκμυστηρεύτηκα ότι θα ήθελα να σπουδάσω στην Αμερική. Ο πρόεδρος χάρηκε και μου είπε: «Σε λίγες μέρες επιστρέφω στην Αμερική. Θα συνεννοηθώ με το προεδρείο του συλλόγου και θα σου γράψω. Όταν θα έρθεις όλα τα έξοδα θα είναι δικά μας.»

 

Ήμουν ακόμη στο μοναστήρι, όταν η επιστολή του έφτασε στο Κατωμέρι. Την πήρε και την διάβασε ο πατέρας μου. Ο πρόεδρος στην επιστολή του έγραφε ότι είχε κανονίσει τα πάντα και περίμενε την καταφατική μου απάντηση, για να μου κάνει πρόσκληση για την Αμερική. Πολύ στενοχωρημένος ο πατέρας μου και εντελώς αντίθετος στα δικά μου σχέδια, παρέδωσε την επιστολή στον μακαριστό Μητροπολίτη Λευκάδος Δωρόθεο.

 

Όταν επέστρεψα στο Κατωμέρι, κανείς δεν μου είπε απολύτως τίποτε για την επιστολή. Την άλλη μέρα πήγα στην πόλη να υποβάλλω τα προσκυνήματά μου και να πάρω την ευλογία του Δεσπότη μας. Μπαίνοντας στο γραφείο του, ο μακαριστός Δωρόθεος άρχισε να μου φωνάζει έντονα και να μου λέει, ανεμίζοντάς μου την επιστολή, την οποία εγώ δεν γνώριζα, «Τι είναι όλα αυτά που σκαρώνεις; Κατάλαβέ το καλά, χώστο καλά στο μυαλό σου, στην άκρη του κόσμου να πας, θα σε φέρω πίσω με χειροπέδες και συνοδεία χωροφύλακα. Δε σκέφτεσαι μωρέ ανόητε τους γονείς σου, που πικράθηκαν τόσο πολύ από την περιπέτειά σου; Ξέχασες τον πατέρα σου που λίγο έλειψε να του στρίψει το μυαλό, της μάνας σου τα δάκρυα και τις λιποθυμίες. Μωρέ η μάνα σου τάχτηκε να πηγαίνει ξυπόλυτη από τη Σάμη της Κεφαλλονιάς στον Άγιο. Ένα σε έχουν κι εσύ θέλεις να τους εγκαταλείψεις. Βάλτο καλά στο μυαλό σου, θα παντρευτείς και θα σε χειροτονήσω κληρικό για τη μητρόπολή μας. Και φύγε από μπροστά μου». Εγώ έμεινα εμβρόντητος κι έφυγα πολύ στενοχωρημένος.

 

Κάποια άλλη φορά ήρθε να προσκυνήσει τον Άγιο Γεράσιμο ένας Κεφαλλονίτης μοναχός, που μόναζε στη μονή Διονυσίου, στο Άγιον Όρος. Γνωριστήκαμε, συζητούσαμε και του ζήτησα να με πάρει μαζί του στο Άγιον Όρος για να γίνω μοναχός. Συμφωνήσαμε να μείνουμε λίγες μέρες στο Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς, που δεν υπήρχε ιερέας, για να το σκεφτώ καλύτερα. Εκεί αυτός έψαλλε καθημερινά στην εκκλησία του χωριού κι εγώ διακονούσα. Μια μέρα κι ενώ βρισκόμασταν μέσα στην εκκλησία χτύπησε η πόρτα. Χωρίς να γνωρίζω τίποτε, σαν κάτι να άστραψε στο μυαλό μου. Ήμουν βέβαιος ότι ήταν ο πατέρας μου και σαν σε κινηματογραφική ταινία είδα όλα, όσα έγιναν και τον ανάγκασαν να βρίσκεται εκεί. Άνοιξα την πόρτα στενοχωρημένος και πράγματι βρέθηκε μπροστά μου. Τι ακριβώς είχε γίνει; Το διάστημα που έμενα στο μοναστήρι , ο πατέρας μου μού έστελνε κάθε μήνα χρηματική επιταγή. Έφυγα εγώ από το μοναστήρι με τον Διονυσιάτη καλόγερο και την επόμενη μέρα πήγε στο μοναστήρι η επιταγή από τον πατέρα μου. Η ηγουμένη του έστειλε πίσω την επιταγή και τον ενημέρωσε ότι είχα φύγει. Όταν ο πατέρας μου έλαβε το γράμμα της ηγουμένης, αναστατωμένος, ναύλωσε αμέσως καΐκι και ήρθε στην Κεφαλλονιά για να με βρει. Ανέβηκε στο μοναστήρι και ρωτούσε για μένα. Μια από τις μοναχές είχε ακούσει από κάποια ανιψιά της, ότι βρισκόμουν στο Φισκάρδο και ήρθε εκεί να με βρει. Με κατάκαιγε ο πόθος του Θεού, αλλά δεν μπορούσα να μένω ασυγκίνητος και στις επιθυμίες των γονιών μου. Γυρίσαμε λοιπόν και οι δυο στο Κατωμέρι.

 

Το 1952 ο μακαριστός Μητροπολίτης Δωρόθεος με έστειλε στο εκκλησιαστικό φροντιστήριο Βελλάς Ιωαννίνων. Επειδή δεν είχα κάνει την στρατιωτική μου θητεία, πήρε έγγραφη άδεια από τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να γίνω δεκτός στη σχολή Βελλάς. Με συμβούλευσε δε τα εξής: «Πάρε τα πράγματά σου, πήγαινε στο φροντιστήριο, άφησέ τα έξω από την πόρτα του γραφείου του Διευθυντή (Νικόλαος Παπαδόπουλος λεγόταν), μπες μέσα, χαιρέτισέ τον και πες του ότι, με έστειλε ο Δεσπότης Λευκάδος και Ιθάκης για να με δεχτείτε. Αν αντιδράσει, πες του ότι ο Δεσπότης μου είπε, να μη φύγω, να μείνω εδώ, ώσπου να με δεχτείτε».

 

Όταν πήγα στο εκκλησιαστικό φροντιστήριο Βελλάς και παρουσιάστηκα στο Διευθυντή, εκείνος αντέδρασε δικαιολογημένα, επειδή ο νόμος όριζε να δέχονται μόνο όσους είχαν τελειώσει τη στρατιωτική τους θητεία . Τελικά όμως με δέχτηκε και ήμουν, όπως με φώναζαν όλοι, ο Βενιαμίν της σχολής. Τελείωσα το εκκλησιαστικό φροντιστήριο το 1953.

 

Το 1954 με κάλεσαν με ατομική πρόσκληση, να υπηρετήσω την στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στο στρατόπεδο Κορίνθου. Κάποια μέρα που κάναμε άσκηση με αληθινά πυρά και οι σφαίρες περνούσαν δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι μας, χτύπησε μια σφαίρα στο παγούρι μου, εξασθένησε η δύναμή της στο νερό κι έμεινε στο παγούρι . Διαφορετικά θα με είχε σκοτώσει. Από όλο το σύνταγμα κανείς άλλος δεν είχε πάθει το παραμικρό. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Μήπως αυτό ήταν το πρώτο από τα κακά που μου είχε προαναγγείλει εκείνος ο άρρωστος , στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου; Ευχαρίστησα τον Θεό και τον Άγιο Γεράσιμο για τη σωτηρία μου.

 

Αργότερα πέρασα στη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο σώμα μεταφορών και εφοδιασμού στρατιωτικού υλικού, που ήταν στο στρατόπεδο του Ρουφ, στην Αθήνα. Κάποια μέρα κάναμε άσκηση από το πρωί ως το απόγευμα. Τελειώνοντας κι ενώ ήμασταν κατακουρασμένοι, μας έκαναν ένα απάνθρωπο και βάρβαρο καψόνι. Τόσο βάρβαρο ώστε άλλοι σπουδαστές έπεφταν λιπόθυμοι κι άλλοι ξερνούσαν. Εμένα με έπιασε δυνατός ίλιγγος και πολύ δυνατός πονοκέφαλος. Αμέσως με μετέφεραν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Νοσηλεύτηκα σαράντα πέντε ημέρες. Ο αξιωματικός που μας υπέβαλε το καψόνι, τιμωρήθηκε με είκοσι μέρες περιορισμό εντός του στρατοπέδου.

 

Προτού γίνει το καψόνι είχε προγραμματιστεί να κάνουμε άσκηση στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Ελευσίνας, στη ρίψη από αεροπλάνο πολεμικού υλικού σε άγνωστο για εμάς μέρος. Στο αεροπλάνο θα ήταν έξι υποψήφιοι από τη σχολή μας, μεταξύ αυτών κι εγώ και δυο από τη σχολή αεροπορίας. Επειδή ήμουν στο νοσοκομείο, στη θέση μου επήγε άλλος συνάδελφος. Εγώ στενοχωριόμουν πάρα πολύ, που θα έχανα αυτή την άσκηση. Ένα πρωί ήρθαν στο δωμάτιό μου η προϊσταμένη κρατώντας μια εφημερίδα κι ένας γιατρός. Η προϊσταμένη μου έδωσε την εφημερίδα και μου είπε: « Εσύ κάποιον Άγιο έχεις που σε προστατεύει. Διάβασε για το τραγικό δυστύχημα που έγινε». Διαβάζοντας την εφημερίδα, ξέσπασα σε λυγμούς. Τι είχε συμβεί; Όταν έσπρωξαν από το αεροπλάνο τον πρώτο σάκο με τα εφόδια, που ήταν πολύ βαρύς, για να πέσει στο έδαφος , άνοιξε αμέσως το αλεξίπτωτο του σάκου, μπερδεύτηκαν με το αεροπλάνο κι έπεσαν μαζί στο έδαφος. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο αεροπλάνο σκοτώθηκαν.

 

Από τότε κινδύνευσε πολλές φορές η ζωή μου. Πάντοτε όμως μια αόρατη γλυκιά δύναμη με προστάτευε.

 

Το διάστημα που ήμουν στο στρατό, ο πατέρας μου με τις ευλογίες του μακαριστού Δεσπότη Δωρόθεου κανόνισε μαζί με τον πατέρα της Ανδρονίκης (αυτό είναι το όνομα της πρεσβυτέρας μου) να με παντρέψουν. Απολύθηκα από τον στρατό και γύρισα στο σπίτι μου, αγνοώντας την όλη υπόθεση. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι ο πατέρας μου μαζί με τον πατέρα της Ανδρονίκης και μερικούς άλλους συγγενείς. Μπήκαν χαρούμενοι και μου ανακοίνωσαν ότι κανόνισαν να με παντρέψουν και ότι την επόμενη Κυριακή θα γίνονταν οι αρραβώνες. Ένιωσα το έδαφος να φεύγει από τα πόδια μου και τον ουρανό να με πλακώνει. Τα έχασα εντελώς. Όταν συνήλθα, από το απροσδόκητο νέο, είπα στον πατέρα της Ανδρονίκης: «Έχεις καλή κόρη και θα βρεις καλύτερο γαμπρό να την παντρέψεις. Εγώ δεν παντρεύομαι». Απευθυνόμενος στον πατέρα μου του είπα: «Έκανες πολύ κακό. Εσύ ξέρεις το όνειρό μου».

 

Έφυγα αμέσως από το σπίτι και πήγα στην περιοχή του αγίου Ηλία, που είχαμε κάποιο χωράφι. Κάθισα και έκανα σκέψεις για τη ζωή μου. Έβλεπα τα όνειρά μου να συντρίβονται. Πηγαινοερχόμουν στο χωράφι κι έλεγα στον εαυτό μου: « Εσύ θα παντρευτείς; Πώς σε έκαναν έτσι; Πού είναι η δύναμή σου; Πώς θα μπορέσεις να ξεπεράσεις όλα αυτά τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν στη ζωή σου»; Τότε, στράφηκα στο Θεό. Προσευχήθηκα θερμά να μου αποκαλύψει πιο ήταν το θέλημά του. Μετά την προσευχή μου σκέφτηκα; « Μήπως αυτό είναι το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό μου παρουσιάζονται τόσα εμπόδια»; Θυμήθηκα και τα λόγια του άρρωστου άνδρα, που μου είπε, στο μοναστήρι, «προδότη, εσύ θα παντρευτείς και θα γίνεις παπάς». Με βαριά καρδιά αποφάσισα να υποταχτώ. Επέστρεψα στο σπίτι και είπα στον πατέρα μου ότι δέχομαι. Υποτάχτηκα σ’ αυτό που δεν ήθελα. Το 1955 αρραβωνιάστηκα και πέντε μήνες αργότερα παντρεύτηκα την Ανδρονίκη Κατωπόδη του Παναγιώτη. Ο Θεός μας χάρισε μόνο δύο παιδιά, τη Μαυρέττα και τον Ευστάθιο και τρία εγγόνια.

 

Το 1957 στις 29 Ιουνίου χειροτονήθηκα από τον μακαριστό Μητροπολίτη Δωρόθεο διάκονος. Η χειροτονία μου έγινε στον ιερό ναό Αγίων Αποστόλων Κατωμερίου. Στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους με χειροτόνησε πρεσβύτερο στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Κατωχωρίου και ανέλαβα ως εφημέριος την εκεί ενορία. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα ανέλαβα και την ενορία Αγίας Μαρίνας Πόρου. Παραμονές Χριστουγέννων με προφορική εντολή του, ο Μητροπολίτης Δωρόθεος, μου επέτρεψε να τελώ το μυστήριο της ιεράς εξομολόγησης. Τη σχετική ευχή σε πνευματικό, μου τη διάβασε ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικηφόρος. Στο Κατωχώρι και στον Πόρο έμεινα τρία χρόνια.