Στις 17/11/78 με τον Γ.Ζ. πηγαίναμε πάλι στη Νέα Μάκρη με τα πόδια. Από τους πρόποδες του βουνού μάταια έψαχνα ένα κατάλληλο ξύλο για ραβδί. Φτάσαμε στο σημείο της προηγούμενης ιστορίας και κάναμε την καθιερωμένη έρευνα. Αμέσως βρήκα ένα καλό αυτοσχέδιο ραβδί από ξύλο δέντρου που δε φυτρώνει στο βουνό, άρα κάποιος το είχε φέρει εκεί. Σχολιάσαμε τη νέα σύμπτωση στο ίδιο μέρος.

Είχα μαζί μου το ραβδί κατά την υπόλοιπη διαδρομή, που τελείωσε στην έρημη παραλία. Πριν καθίσουμε να ξεκουραστούμε κοιτάζοντας τη θάλασσα, πέταξα το ξύλο στο νερό όσο πιο μακριά μπορούσα. Όπως κουβεντιάζαμε, κάθε λίγο το κοίταζα καθώς το κυματάκι το έβγαζε σιγά-σιγά προς τη στεριά. Τελευταία φορά το είδα να απέχει δύο μέτρα από την αμμουδιά 30-40 μ. δεξιά μας. Σε λίγο που αποφασίσαμε να φύγουμε, είπα να το πετάξω άλλη μια φορά μέσα στη θάλασσα. Πήγα στο σημείο που το είχαμε δει να βγαίνει στην άμμο, αλλά δεν ήταν εκεί. Κάτι τέτοια με δαιμονίζουν· έτσι, ψάξαμε όλη την παραλία πηγαίνοντας πέρα δώθε, ερευνήσαμε οπτικά το νερό, πάλι και πάλι, μέχρι που νύχτωσε και φύγαμε. 'Αφαντο.