Σε ένα απομονωμένο χωριό, στους Κούμους Ρεθύμνου, υπάρχει ένα βουνό με την ονομασία «Αγριμοκεφάλα». Οι κάτοικοι το ονόμασαν έτσι γιατί είναι απόμερο και άγριο, με γκρεμούς και με χαμηλή ξηροφυτική, ακανθώδη βλάστηση. Ίσως να υπάρχει και άλλος λόγος, αλλά προς το παρόν δεν τον γνωρίζω. Το βουνό βρίσκεται στον πολύ μοναχικό δρόμο που συνδέει το χωριό με το επόμενο, τα Παλαιόλουτρα. Ο δρόμος δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο κατά την ημέρα από βοσκούς. Αν και καλός δρόμος, απ’ ό,τι ξέρω δεν κατάφερε να στεριώσει ποτέ, καθώς κάθε χειμώνα καταστρέφεται. Η διαδρομή από το χωριό ως το σημείο που αρχίζει η ανάβαση για τη σπηλιά, την επονομαζόμενη «νεραϊδότρυπα», αναδύει ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Βγάζει μια αρνητικότητα, μια μοναχικότητα και μια απομόνωση… Καθώς τον διασχίζεις μαζεύεσαι στο κάθισμα αμίλητος.

 

 

 

Μύθοι & Θρύλοι

Είχα ξαναβρεθεί εκεί παλιότερα με έναν ξάδερφό μου που μου είχε διηγηθεί μια περίεργη ιστορία, καθώς ανηφορίζαμε σε διαφορετικό μονοπάτι βέβαια από αυτό της σπηλιάς. Μου είχε πει ότι ακουγόταν στο χωριό πως ένας βοσκός, ο οποίος είχε πάει τα πρόβατά του εκεί, αποκοιμήθηκε σε ένα μιτάτο (κρητική παραδοσιακή πέτρινη κατασκευή σαν καλύβα). Στη μέση της νύχτας λοιπόν ξύπνησε από κάτι τρομερές κραυγές. Κατατρομαγμένος ο βοσκός αποφάσισε να σηκώσει το βλέμμα του μέσα στο φώς του φεγγαριού που έμπαινε από την πόρτα, για να αντικρίσει μια δαιμονική μορφή που του είπε: «Αν δεν είχες μαζί σου τη χοιροβουτσέ (κόπρανα γουρουνιού) θα σε είχαμε πάρει μαζί μας». Η μορφή αυτή εννοούσε το κομμάτι ψωμί (σύμβολο του σώματος του Χριστού) που κρατούσε ο βοσκός μαζί του. Ο βοσκός, παραλυμένος από το φόβο του, δεν κατάφερε να κουνήσει καθόλου από το σημείο που βρισκόταν μέχρι να ξημερώσει. Όταν ξύπνησε το πρωί, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι όλα αυτά πρέπει να ήταν όνειρο, όμως αυτό που αντίκρισε του άλλαξε γνώμη. Όλα τα στάχυα που ήταν φυτεμένες οι μικρές πεζούλες, ήταν ριγμένα και ξαπλωμένα κάτω, σαν να τα είχαν πατήσει χιλιάδες πόδια…

 

 

Η επίσκεψη

Ανηφορίζοντας λοιπόν προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχίσαμε το ψάξιμο για τη «νεραϊδότρυπα»… Δυστυχώς δεν γνωρίζαμε το ακριβές σημείο της εισόδου και τις 4 ώρες που την ψάχναμε δεν πέρασε και κανείς για να μας δείξει. Σκαρφάλωσα λοιπόν στα πιο απόκρημνα βράχια, σύρθηκα μέσα σε αγκάθια, γλίστρησα μερικές φορές και τελικά τίποτα… Πραγματικά γύρισα όλη την πλαγιά του βουνού και το μόνο που έβρισκα ήταν μικρές τρύπες και κόκαλα ψόφιων κατσικιών. Οι φίλοι μου με καλούσαν για να φύγουμε και είχαν αρχίσει να παίζουν με μια τραγοκεφαλή που ήταν καρφωμένη σε έναν φράχτη. Απογοητευμένος και κατατρυπημένος από τα αγκάθια κατέβηκα την πλαγιά. Η τελευταία μου σκέψη ήταν κάτι που είχα ακούσει σε μια συνομιλία, ότι από ένα συγκεκριμένο σημείο φαίνεται μια μικρή τρύπα. Πήρα όλο το δρόμο με τα πόδια και άρχισα να ελέγχω την πλαγιά από όλες τις οπτικές γωνίες. Καθώς η ώρα περνούσε, το μάτι μου έπεσε σε μια μικρή τρύπα πίσω από κάτι κλαδιά! Όντως ήταν αυτή… Σε κάποιο σημείο έπρεπε να κολλήσεις στο βράχο για να περάσεις. Το να τη βρει κάποιος είναι πραγματικά δύσκολο.

 

Το θέαμα που αντίκρισα ήταν εκπληκτικό. Από το στόμιο της σπηλιάς που έμπαινε το φως φαινόταν μια χαμηλή σπηλιά γεμάτη περίεργες «κολώνες» από σταλακτίτες. Έβγαζε κάτι το σκοτεινά ονειρικό και αινιγματικό. Ξεκίνησα να μπαίνω με το στόμα ανοιχτό από δέος… Η σπηλιά χωριζόταν σε δυο μέρη. Η μια κατεύθυνση ήταν προς τα δεξιά, όπου περνούσες σχεδόν συρτός. Σύρθηκα λοιπόν και βρέθηκα σε έναν χώρο σαν δωμάτιο, και όταν σηκώθηκα αντιλήφθηκα ότι πάνω από το κεφάλι μου κοιμόντουσαν δυο καλοθρεμμένες νυχτερίδες. Δυστυχώς όταν πήγα να τις πιάσω ξύπνησαν και πέταξαν ψηλά μέσα σε κάποιες τρύπες στην οροφή. Η σπηλιά τελείωνε κάπου εκεί, κι έτσι γύρισα για να πάρω την άλλη κατεύθυνση. Ο άλλος αυτός δρόμος ήταν πιο εντυπωσιακός και πιο βαθύς. Ξεκίνησα την κατάβαση, η οποία ήταν σχετικά πιο εύκολη. Κατέβηκα αρκετά, ώσπου στη μέση της διαδρομής αντίκρισα μια μικρή λακκούβα με νερό που έσταζε από την κορυφή. Περίεργο βέβαια για ένα μέρος πολύ ξερό. Συνέχισα την κατάβαση μέχρι που άρχισα να ανησυχώ λίγο, καθώς ήμουν αρκετά βαθιά. Κατεβαίνοντας, έβλεπα πως από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο ένα μικρό  τούνελ, το οποίο είχε γεμίσει πέτρες, τις οποίες έπρεπε να βγάλεις για να περάσεις. Κάποτε είχα ακούσει ότι συνέχιζε και κατέληγε σε ένα γειτονικό χωριό, αλλά από εκεί ήταν πραγματικά αδύνατο να περάσεις. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες και γύρισα πίσω νοιώθοντας ικανοποιημένος. Παρόλη την αρνητικότητα που μου προκάλεσε η διαδρομή, δεν θα έλεγα ότι ένοιωθα έτσι και μέσα στη σπηλιά. Όσον αφορά την προέλευση του ονόματος, δεν γνωρίζω από πού έχει προέλθει. Διάφορα έχουν ακουστεί ότι κάποιοι έχουν δει γυναικείες μορφές. Αυτό όμως που μου έκανε πραγματική εντύπωση ήταν ότι κανένας από το χωριό δεν περνούσε ποτέ από εκεί…