" Στις 10 Απριλίου 1961, Λαμπροδευτέρα τού Πάσχα, όταν έγινε ή λιτανεία, ( καταθέτει ή κ. Χρυσομάλλη Μπάκα, κάτοικος Θερμής), δίσταζα νά πιστέψω ότι τα ευρεθέντα λείψανα ανήκαν σε αγίους... Όμως την άλλη μέρα, 12 Απριλίου, στις 10 και μισή το βράδυ, αφού άφησα ένα βιβλίο πού διάβαζα, βγήκα νά κλείσω την εξώπορτα για νά πάω νά κοιμηθώ. Προχωρώντας νά πάρω κάτι από μία μικρή αποθήκη πού είχαμε στην αυλή και κοιτώντας κάτω για να μη σκοντάψω, β λ ε π ω ξαφνικά μπροστά μου έναν παπά, κατ΄ αρχάς από την μέση και κάτω. Σήκωσα έκπληκτη το κεφάλι μου, στεκόταν τώρα ολόκληρος μπροστά μου, φράζοντάς μου τον δρόμο. Αν και ήταν σκοτεινά, εκείνος ο ιερέας έβγαζε ένας φως πού μπορούσες νά τον διακρίνεις ολοκάθαρα, σαν νά ήταν μέρα. Ήταν ψηλός, ωραίος, ως 40 χρονών, με πρόσωπο στρογγυλό, μάγουλα ροδοκόκκινα, φρύδια καμαρωτά, μάτια μεγάλα και ζωηρά. Στο κεφάλι του έφερε φωτοστέφανο, όπως τον βλέπουμε και στις εικόνες του. Με κοίταζε μέσα στα μάτια, με βλέμμα ήμερο και γλυκό. Έμεινα καρφωμένη στην πόρτα τής αποθήκης, και τον έβλεπα σαν χαμένη. Σε μία στιγμή έκανα τον σταυρό μου και είπα σιγανά, -- Ό Άγιος Ραφαήλ ! Μήπως ήλθε νά με τιμωρήσει επειδή αμφέβαλλα; Όμως οι άγιοι, ποτέ δεν κάνουν κακό... Εξακολουθούσα νά τον κοιτάζω τρομοκρατημένη. Θυμάμαι τα βλέφαρά του πώς τ ρ ε μ ο π α ι ζ α ν καθώς χαμογελούσε. Τραβήχτηκε στην άκρη με πλάγια βήματα για νά περάσω, και χ α θ η κ ε περνώντας μ ε σ α από τον τοίχο τού σπιτιού μου... Όμως, δεν θα ξεχάσω ποτέ, συμπληρώνει ή κ. Χρυσομάλλη, την τελευταία στιγμή πού χανόταν, το γλυκό, χαμογελαστό του βλέμμα. Τρέμοντας από συγκίνηση μπήκα γρήγορα στο σπίτι κάνοντας τον σταυρό μου και δοξολογώντας τον Θεό πού με αξίωσε νά ιδώ ξύπνια τον Άγιο, διώχνοντας έτσι κάθε αμφιβολία από μέσα μου..." Αυτά αναφέρει ή κ. Χρυσομάλλη, πού αξιώθηκε νά δει τον Άγιο Ραφαήλ ολοζώντανο, κι΄ ας είχαν περάσει 500 περίπου χρόνια από τον θάνατό του... Γιατί οι Άγιοι, και οι δίκαιοι, οι άνθρωποι τού Θεού ζουν εις τούς αιώνες...