Οι παλαιότεροι κάτοικοι των Θολαρίων θυμούνται ακόμη το πρόσωπο ενός κοριτσιού με το όνομα Πελαγία, ενώ αυτό το όνομα είναι γνωστό σε όλους τους ντόπιους αφού ο θρύλος λέει ότι ο άνεμος ακόμα βαριανασαίνει ψελλίζοντας το όνομά της τις νύχτες. Δεν ήταν καμία βασανισμένη νέα η Πελαγία. Ήταν ένα κορίτσι μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του νησιού και ο αρραβώνας της δεν άργησε να γίνει καθώς ήταν και πάρα πολύ όμορφη. Ο αρραβωνιαστικός της ο Μανώλης σχεδίαζε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα, αφού πρώτα τελείωνε το στρατιωτικό του και κατόπιν θα την παντρευόταν. Η Πελαγία τον περίμενε με υπομονή, ετοιμάζοντας τα προικιά της και αυτός όταν επέστρεψε στο νησί η Πελαγία ένιωθε πως ζούσε σε ένα όνειρο. Όμως ο Μανώλης δίχως να την περιμένει ερωτεύτηκε μια άλλη και έφυγε μαζί από το νησί για πάντα. Η καημενούλα η Πελαγία όσο και αν προσπαθούσαν να την συνεφέρουν οι συγγενείς της, μαράζωνε, μέρα με τη μέρα. «Καταχάνευε» τους δρόμους τα βράδια, ασπροντυμένη, με τα μαλλιά της ανάκατα, παραμιλώντας σαν τρελή. Είχε χάσει το μυαλό της και όλοι είχαν αρχίσει να την φοβούνται, γιατί όλο βρισιές και κατάρες ξεστόμιζε. Όταν την βρήκαν σε ένα πηγάδι νεκρή, δεν ήξεραν αν έπεσε για να αποτελειώσει τη ζωή της ή αν σκόνταψε. Ένα ήταν σίγουρο : ότι είχε πλέον ησυχάσει η ψυχή της.

Το ακριβώς επόμενο νέο φεγγάρι, όταν ένας βοσκός περνούσε από το πηγάδι, άκουσε να βγαίνει από το βάθος του μια φωνή. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε πέσει κάποιος μέσα στο πηγάδι και ζητούσε βοήθεια, αλλά για κακή του τύχη, αντί να ακούσει κραυγές βοήθειας όταν κοντοστάθηκε, οι χειρότερες βρισιές και στριγκλιές ακούστηκαν να έρχονται από κάπου πολύ μακριά. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του μια ασπροντυμένη λιγνή μορφή  με μακριά μαλλιά που ανέμιζαν. Όσο πλησίαζε, τόσο πιο εκκωφαντικές γίνονταν οι στριγκλιές και οι κολασμένοι ήχοι που έφερνε μαζί της. Η ψυχή της Πελαγίας δεν είχε ησυχάσει. Τρόμαζε τους περαστικούς και κυρίως τις νέες με τους εφιαλτικούς της ήχους και έτσι, ποτέ μα ποτέ, δεν σβήστηκε από τη μνήμη των ανθρώπων.